Συνέβη στις διακοπές. Συνταξίδευα στο πλοίο με ένα γυναικείο συγγενολόι που πήγαινε στο νησί προς προετοιμασία γάμου. Η μέλλουσα νύφη, όμορφη και πολύ νέα, γύρω στα είκοσι πέντε, ξεχώριζε. Για πολλά, αλλά και για την αυθάδειά της. Δύστροπη και εριστική, έμοιαζε να μην της αρέσει τίποτα από το όλον wedding plan που η μάνα της είχε επιμελώς προετοιμάσει. «Μα, πόσο ηλίθια! Σ’ το είχα πει ότι 7 είναι πολύ νωρίς για την τελετή», της είπε κάποια στιγμή και η μαμά καμάρωνε που η κοράκλα της βγήκε τσαούσα. Είμαι από τα παιδιά που «σκότωσαν» πολύ νωρίς τους γονείς τους ώστε να μπορέσουν μετά να τους αποδεχθούν. Γι’ αυτό σοκαρίστηκα από τούτη τη συμπεριφορά διότι ανήκω στις γενιές πριν το παιδί αναδειχθεί σε απόλυτο ηγεμόνα της οικογενειακής αυτοκρατορίας. Το περιστατικό μού το ξαναθύμισαν συνειρμικά οι γονείς του Ωραιοκάστρου. Ασχετες μεταξύ τους οι δύο περιπτώσεις, αποτυπώνουν το ίδιο πράγμα. Την ανάδειξη του παιδιού τις τελευταίες δεκαετίες, ειδικά από τη μικρομεσαία τάξη, σε ένα είδος κεφαλαίου. Που πρέπει αρχικά να προστατευθεί ώστε μετά να επενδυθεί με όσο το δυνατόν καλύτερους όρους. Η μάνα που δεν θέλει προσφυγόπουλα στο διπλανό θρανίο και η άλλη που δέχεται τις προσβολές αισθάνονται ότι πριμοδοτούν τα βλαστάρια τους κάνοντάς τα να νιώθουν μοναδικά. Ανεβάζουν έτσι τον πήχη των προσδοκιών και κατασκευάζουν παιδιά – στοιχήματα, προσδοκώντας σε υψηλές έως ανέφικτες αποδόσεις. Εγώ, πάλι, έμαθα από τους δικούς μου ότι το χρέος που θεωρητικά έχουν τα παιδιά στους γονείς τους δεν το επιστρέφουν προς τα πίσω αλλά το ξεχρεώνουν στα δικά τους παιδιά.