Το σίριαλ των τηλεοπτικών αδειών φαίνεται πως καλά κρατεί, παίζοντας ένα είδος επικοινωνιακού παιχνιδιού στην ημερήσια θεματολογία. Ομως το ζητούμενο είναι ποια θα είναι η επόμενη μέρα του πεδίου, στην πράξη του επικοινωνιακού μας πεδίου, αφού η τηλεόραση συνεχίζει να διατηρεί την ηγετική της θέση.

Καθώς τα ποσά που παίχτηκαν στη δημοπρασία ήταν υψηλά και όλοι φαίνεται να συμφωνούν ότι για μια σημαντική περίοδο όλοι οι αδειοθετηθέντες σταθμοί θα είναι ζημιογόνοι, το ερώτημα είναι ποια θα είναι η παρουσία τους στο νέο πεδίο. Καθώς το ζήτημα της νομιμότητας των αδειών δεν έχει ολοκληρωθεί (εν αναμονή ΣτΕ, και ενδεχομένως νέων ενστάσεων), σε μια χώρα όπου ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής της συμπεριφοράς, ενδεχομένως και κουλτούρας της, βασίζεται στη λογική «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού», πολλά μπορούν να συμβούν ή και τίποτε (στη λογική «πολύ κακό για το τίποτα» που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια).

Αλλά είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση, οι παλαιοί και οι νεόκοποι «καναλάρχες» δεν θα παραμείνουν αδρανείς. Ηδη έχουν αρχίσει κάποιες συζητήσεις ανάμεσά τους, όπως τουλάχιστον καταγράφεται στον Τύπο και τις ιστοσελίδες, χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτε. Ακούγονται συμμετοχικά σχήματα ενώ η ελληνική εμπειρία κατέδειξε ότι η «πολυμετοχικότητα» και η πολυαρχία στον χώρο δεν ευδοκιμεί. Μετά ακούστηκε περί εξαγοράς ολόκληρου καναλιού από αδειοδοτηθέντα καναλάρχη, αλλά το ερώτημα είναι πού θα βρεθούν τόσα χρήματα. Από την άλλη, δεν υπάρχει στη διεθνή ιστορία της τηλεόρασης η λογική της «τηλεόρασης φασόν».

Πολλοί επίσης έχουν υποστηρίξει ότι οι αδειοδοτηθέντες θα καταλήξουν να έχουν προβληματικές επιχειρήσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Κι αυτό γιατί με τη λογική ότι η διαφημιστική αγορά δεν ξεπερνά τα 200 εκατομμύρια, ένα κανάλι που θέλει να είναι μια υγιής και κερδοφόρα επιχείρηση δεν θα έπρεπε να πληρώσει περισσότερα από 30 εκατ. ευρώ για την απόκτηση της άδειας.

Επίσης είναι αμφίβολο εάν οι επιχειρηματίες καταβάλλοντας τόσο υψηλό τίμημα για τις άδειες αντέδρασαν ορθολογικά. Καμία σοβαρή επιχείρηση δεν μπαίνει στη διαδικασία της δημοπρασίας χωρίς να γνωρίζει ποια θα είναι η δομή πεδίου. Για παράδειγμα, εάν αφήσουμε στην άκρη τον αριθμό των τεσσάρων πανελλαδικής εμβέλειας σταθμών και συμφωνήσουμε ότι θα είναι αυτοί και μόνον αυτοί, η κυβέρνηση, η παρούσα ή η επόμενη δεν έχει σημασία, θα κληθεί να προβεί στην απονομή των περιφερειακών και τοπικών αδειών. Μπορεί, για παράδειγμα, μια περιφερειακής εμβέλειας άδεια να είναι πολύ πιο προσοδοφόρα από μια εθνικής ή κάλλιστα το ίδιο μπορεί να ισχύσει για τα τοπικής εμβέλειας κανάλια. Μια άδεια με εμβέλεια στον Νομό Αττικής μπορεί, για παράδειγμα, να είναι επιχειρηματικά πιο συμφέρουσα σε σχέση με μια πανελλαδικής εμβέλειας, αφού το ήμισυ σχεδόν του πληθυσμού της χώρας ζει στην Αττική.

Γι’ αυτό, για μια ακόμη φορά, θα υποστηρίξω ότι αυτό που χρειαζόταν πρώτα από όλα ήταν ένα «τηλεοπτικό σχέδιο». Εάν υπήρχε ένα τέτοιο σχέδιο, είναι πολύ πιθανόν να ενδιαφέρονταν και ξένοι επενδυτές που ενδεχομένως να ήθελαν να συνεργαστούν με ήδη λειτουργούντα κανάλια.

Υπάρχουν λύσεις. Αλλά ακόμη και τώρα υπάρχουν λύσεις, εάν υπάρχει σύνεση και συναίνεση. Διαφορετικά οι μόνοι που θα πληρώσουν τον λογαριασμό είναι οι εργαζόμενοι στα μέσα, και όχι μόνον οι δημοσιογράφοι. Ολα αυτά τα χρόνια ασκούσαμε έντονη κριτική για την ποιότητα της «ανάλγητης» ιδιωτικής τηλεόρασης. Θα είναι ειρωνικό εάν αυτήν την τηλεόραση που τη λοιδορούμε, στα επόμενα χρόνια τη νοσταλγήσουμε. Η λειτουργία μόνον τεσσάρων καναλιών, όπως και να το κάνουμε, σηματοδοτεί λιγότερες τηλεοπτικές προσφορές, δηλαδή λιγότερο περιεχόμενο. Αυτό σημαίνει ότι θα αρχίσουμε να πληρώνουμε για την τηλεόραση που βλέπουμε. Ηδη έχουμε αρχίσει να το κάνουμε με την τηλεόραση συνδρομητών.