Αν κάτι μας μαθαίνουν τα κείμενα των ποιητών, όπως «Η σοφία της Λέρου» του Γιώργου Βέη, είναι ότι τα δύο παιδιά-τρόφιμοι της Παιδόπολης Λέρου – ο Νίκος που αναζητεί τον Πέτρο και του γράφει γράμμα 42 χρόνια αργότερα – δεν είναι οι μόνοι που έχουν χαθεί μέσα στον κόσμο. Ολοι μας κάποιον έχουμε χάσει ή για κάποιον είμαστε για πάντα χαμένοι. Εστω κι αν κανείς μας δεν θα μπορούσε να το φανταστεί τη στιγμή του χωρισμού που έμελλε να αποδειχθεί οριστικός.

«Τελικά ήταν όλοι με το μέρος σου. Ώς και τα μικρά στο χωριό δεν σ’ άφηναν να ησυχάσεις τ’ απογεύματα. Βέβαια τα τρέλαινες κι εσύ στο παιχνίδι. Πώς ήξερες από τότε, Πέτρο μου, τι πάει να πει παιδί και τι σήμαιναν οι ανάγκες του; Βλέπεις, εσύ είχες προλάβει τους γονείς σου. Τους θυμόσουνα όχι σαν σκιές, όπως οι περισσότεροι από μας, αλλά σαν να σε άφησαν μόλις χθες. Ούτε ήξερες όμως τότε πού πήγαν. Πού τους πήγαν μάλλον. Τι γραφή κι ανάγνωση μας έλεγαν; Τι έμενε για μας; Τίποτα κι όλα μαζί. Ξένα όλα στο νησί, στη Λέρο. Και σαν από παλιά δικά μας όλα. Ανεξαιρέτως. Και την άλλη στιγμή λες κλεμμένα ήταν. Ετσι στα φανερά κλεμμένα. Κάπως έτσι δεν νιώθαμε; Αλλά δεν είχαμε τις λέξεις να τα πούμε. Να τ’ ακούσουμε τότε με τα ίδια μας τ’ αφτιά όλα αυτά. Με ακρίβεια να μιλήσουμε δηλαδή. Οπως αλφαδιάζαμε στον τόρνο το φρεσκοκομμένο ξύλο που μας έδιναν στην αρχή της εβδομάδας, να το κάνουμε είτε καρέκλα είτε παραθυρόφυλλο. Γιατί δεν θέλαμε εμείς να γυρίσουμε τσομπάνοι στα βουνά μετά τον Εμφύλιο. Αλλα σκεφτόμασταν. Οχι βέβαια σαν τον Κοσμά που τα κατάφερε κι έγινε καθηγητής στο Βέλγιο.

Δεν είχαμε καταλάβει ακόμα ότι, κατά βάθος, μαθαίναμε την τέχνη της επιβίωσης. Την πολύτιμη τέχνη της επιβίωσης. Με τα χρήματα του Εράνου, εννοείται. Κάτι που δεν είχε καταλάβει ο άλλος. Ο “Σκουλαρίκιας”. Ετσι τον αποκαλούσαμε. Ελεγε, θα φορέσω σκουλαρίκια αν δεν ξεφύγω από δω. Κι όμως, ήταν εντάξει τύπος. Μόνο που προτιμούσε τη μιαν αλήθεια από την άλλη αλήθεια. Και στο τέλος το ‘σκασε για τη χάρη της δεύτερης. Εμείς πάντως λέγαμε τα δικά μας. Δεν κινδυνεύαμε να εκτεθούμε. Είχαμε από νωρίς διαπιστώσει ποιος θα μπορούσε να ήταν το απαραίτητο καρφί. Και φυλαγόμασταν. Δεν μπορούσε λοιπόν ποτέ να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε μ’ εμάς. Αλλά ήταν παμπόνηρος. Μόνο που το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται. Η μάνα μου το είχε ξεφουρνίσει κάποτε, προτού φύγει με τους άλλους στο βουνό. Μια φορά το είπε αυτό και μου καρφώθηκε σφήνα στο μυαλό. Δεν άργησα να πιστέψω ότι δεν γίνεται να τη γλιτώνεις πάντα και να βγαίνεις από τη θάλασσα της ζωής σώος κι αβλαβής, αν την έχεις κάνει τη λαδιά. Κάτι θα γίνει στο τέλος και θα σε πιάσουν τσακωτό. Ναι, από τη μύτη μάλιστα. Η σοφία της Λέρου: να μην κάνεις τον έξυπνο. Απλώς να σπουδάζεις τη ζωή. Από την πλευρά, εννοώ, που δεν ματώνεις πολύ. Που δεν χάνεις όλο το αίμα σου. Διότι για το αίμα σου πρόκειται στο τέλος της ημέρας.

Κι έτσι φτάσαμε ώς εδώ. Οχι αλώβητοι, μήτε αθώοι. Πάντως έμπειροι της συγχώρεσης. Σύμμαχοι της σύνεσης, έλεγε πότε πότε εκείνος με τα ολοστρόγγυλα γυαλάκια. Ερχόταν από το κοντινό γυμνάσιο να μας δείχνει πώς να διαβάζουμε σωστά τα βιβλία που μας έδιναν. Ενα βιβλίο για τέσσερις. Το μοιραζόμασταν σαν να ήταν ψωμί. Πέμπτος με τίποτα δεν γινόταν να χωρέσει. Θα γινόταν φύλλο και φτερό το βιβλίο. Δεν ήταν από ξύλο καρυδιάς, βλέπεις. Και πίσω από ένα από αυτά τα βιβλία δοκίμασες να μου κρυφτείς. Τότε που σ’ έπιασα να κλαις. Εκανες να τα σκουπίσεις τα δάκρυα. Αλλά δεν τα προλάβαινες όλα. Είχες πεισμώσει πολύ και δεν σου έβγαζα λέξη. Μέρες μετά μου δήλωσες, έτσι χωρίς προλόγους, ότι ήθελες να σ’ έστελναν εκεί όπου νόμιζες ότι θα βρίσκονταν οι γονείς σου. Αν ζούσαν και τους αντάμωνες, θα τους παρακαλούσες να γυρίσουν πίσω μαζί σου. Θα έγραφες πρώτα στην αρμόδια υπηρεσία. Οχι στη Λέρο. Στην Αθήνα, ας πούμε, θα προτιμούσες να επιστρέφατε. Σκεφτόσουν μάλιστα να ζητήσεις εγγράφως από την Εκτελεστική Επιτροπή του Εράνου να σε στείλουν εκεί, πίσω από το συρματόπλεγμα, όπως τόνιζες. Κι ας σου κρατούσαν τα έξοδα του ταξιδιού από τα μελλοντικά σου μεροκάματα. Φανταζόμασταν τότε ένα συρματόπλεγμα-τέρας εκατοντάδων χιλιάδων χιλιομέτρων. Κάτι σαν έναν Ισημερινό από αγκαθωτό ατσάλι. Αλλά δεν ήταν τα πράγματα έτσι ακριβώς όπως μάθαμε ότι διέδιδαν οι άλλοι. Από ένστικτο δρώντας, δεν σ’ άφησα, Πέτρο, να σκίσεις έναν χάρτη με πολύ έντονα τα χρώματα του χωρισμού των δύο κόσμων. Να τα χρώματα της απώλειας, μου είπες μια μέρα που είχες τα γενέθλιά σου. Δύο μήνες μετά τα δικά μου. Κλείναμε ήδη τα δεκαοκτώ. Τότε που μας ήρθε η ιδέα να γίνουμε κι εμείς δάσκαλοι αντί για ό,τι κι αν μας προόριζαν εκείνοι.

Στο μεταξύ, στις οριστικές απουσίες των δικών μας, στις ανοικτές δηλαδή πληγές μας, έσταζε σιγά σιγά το λαδάκι της ανοχής. Δεν θα δίσταζα μάλιστα να φρόντιζα αργότερα, με τη σειρά μου κι εγώ, παιδιά που θα τα ρήμαζε ο Εμφύλιος, αν δεν έμπαινε τέλος σ’ αυτόν τον χαλασμό. Ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται με τους εμφυλίους. Οπως αυτός στο Σουδάν που κρατάει ακόμα. Γιατί βρέθηκα στην Τζούμπα, την πρωτεύουσα του Νότιου Σουδάν. Για δουλειές αυτή τη φορά κι όχι για επιμόρφωση οποιουδήποτε είδους. Με είχε καλέσει εκείνος ο Κώστας. Ανήκε στους επιζώντες από τη βύθιση του αντιτορπιλικού “Βασίλισσα Ολγα” τον Σεπτέμβρη του 1943 από γερμανικά στούκας, στο Λακκί του νησιού μας. Είχαμε γνωριστεί όσο κρυβόταν στη Λέρο για να μην τον τελειώσουν οι Ιταλοί, όπως έλεγε βαθιά μέσα στην πίκρα. Μετά κρατήσαμε επαφή μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Στα τέλη του ’80 κατέβηκα στην Τζούμπα για να δω τι θα μπορούσα να κάνω εκεί. Τα χέρια μου έπιαναν καλά ακόμα. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις… Τα ίδια και τα ίδια δεν σου γράφω κάθε φορά; Τώρα πια έχουμε ασπρίσει. Σαν να μας έχει λειάνει η πλάνη. Οχι η ξαδέρφη της απάτης, αλλά το εργαλείο μας στην παιδόπολη της Λέρου. Δεν ξέρω αν θα σε βρει αυτό το γράμμα στη Μελβούρνη. Αλλά θα σου ξαναγράψω. Υγεία και τύχη σού εύχομαι.

Ο φίλος σου, ο Νίκος

Ορεστιάδα, 12 Μαρτίου 1991».

Σημείωση: Το γράμμα επεστράφη έπειτα από περίπου δύο μήνες στον αποστολέα του, ο οποίος τελικά δεν του ξαναέγραψε. Οι προσπάθειες να εντοπίσουν τον Πέτρο Π. με τη συνδρομή των προξενικών Αρχών δεν απέδωσαν. Κάποιοι που τον γνώριζαν, κυρίως γείτονές του, ανέφεραν ότι την τελευταία φορά που τον είδαν τους είχε πει ότι θα πήγαινε για μια δουλειά στο εσωτερικό της Αυστραλίας. Δεν τους είχε δώσει περισσότερες πληροφορίες. Επαψαν από την πλευρά τους να ενδιαφέρονται. Ηξεραν ότι όσο κι αν ήθελαν να μάθουν κάτι περισσότερο γι’ αυτόν, θα ματαιοπονούσαν. Ηταν λιγομίλητος, αλλά όχι πάντα. Ορισμένες φορές άφηνε να φανεί ότι δεν είχε κοντινούς ή μακρινούς συγγενείς. Οσα τους είχε εξομολογηθεί για κάποια Μαρία ήταν μάλλον συγκεχυμένα. Ενίοτε δε έδινε την εντύπωση ότι επινοούσε ιστορίες. Τα στοιχεία που παρείχε με φειδώ αποτελούσαν κάτι σαν ύστατη παραχώρηση. Η όλη συμπεριφορά του, συμφωνούσαν οι περισσότεροι, απέπνεε μια ιδιαίτερη αποφασιστικότητα. Μια θέληση για δύναμη. Κοντολογίς, έδειχνε ότι προτιμούσε ν’ ακούει παρά να μιλάει.