Πριν από σαράντα περίπου χρόνια, ένας ταλαντούχος μαθητής μου, αρχιτέκτονας, έφτασε στην Αμερική και με τον διακαή πόθο να εκπονήσει μεταπτυχιακές σπουδές στο ΜΙΤ, το περίφημο τεχνολογικό ινστιτούτο της Μασαχουσέτης, και μάλιστα με δάσκαλο τον Νόαμ Τσόμσκι, αυτή την ιδιοφυΐα που αργότερα εξελίχθηκε στην πλέον αιχμηρή κριτική συνείδηση ακτιβισμού παγκοσμίως και σε «επικίνδυνο» άνθρωπο για το αμερικανικό κατεστημένο, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό. Για τους πολλούς, αναφέρω πως ακόμη και τώρα ο γηραιός αλλά ακμαίος αυτός διανοούμενος δύσκολα βρίσκει στις ΗΠΑ έντυπο να διατυπώσει τις απόψεις του, γι’ αυτό βρίσκει στέγη κυρίως στον Καναδά και στην Ευρώπη.

Ο έλληνας, λοιπόν, φιλόδοξος και διψασμένος για γνώση σπουδαστής έγινε δεκτός από τον τότε πρόεδρο του ΜΙΤ Τσόμσκι και του εξέφρασε την επιθυμία να ενταχθεί στους μεταπτυχιακούς τροφίμους του διάσημου πανεπιστημιακού ινστιτούτου. Ο μεγάλος εκείνος δάσκαλος τον δέχτηκε και μετά τα τυπικά (βιογραφικά, σπουδές κ.λπ.) τον ρώτησε απλά και ευθέως: «Είστε αρχιτέκτων και σας καλούν να χτίσετε κάτι: σχολείο, μουσείο, στάδιο, στρατώνα, αεροδρόμιο, φυλακές, κλινική, καζίνο, καταφύγιο, πολυκατοικία ή ιδιωτική μονοκατοικία. Παρακαλώ, πείτε μου ποια είναι η πρώτη έννοια, η πρώτη λέξη που έρχεται μετά την ανάθεση και την πρόταση στον νου σας». Ο καλός και ταλαντούχος απόφοιτος του ελληνικού Πολυτεχνείου με λόγο πλούσιο και ευφράδεια κατέθεσε μια σειρά από έννοιες – λέξεις, ιδέες που πράγματι έρχονταν στον νου του. Για υλικά, για στυλ, για τοπογραφικές συνθήκες, για ιστορία της αρχιτεκτονικής γύρω από τα ζητούμενα ιδρύματα και κτίσματα. Ο Τσόμσκι τον άκουσε με προσοχή, με κατανόηση και ένα ειρωνικό αλλά όχι χλευαστικό χαμόγελο. Αφού του ανακοίνωσε ότι τον δέχεται στα σεμινάρια του ιδρύματος και τον συγκαταλέγει στους υποψήφιους μεταπτυχιακούς φοιτητές της αρχιτεκτονικής σχολής, κλείνοντας τη συνέντευξη, είπε: «Αγαπητέ μου, ελπίζω μετά τη μακροχρόνια σπουδή σας, εδώ και αλλού, ύστερα από χρόνια, αφού θα έχετε ασκήσει το επάγγελμά σας, όποιο κι αν είναι αυτό, αφού υπάρχει πάντα η δυνατότητα να αλλάξετε επάγγελμα, θα μάθετε, όπως ώριμος έμαθα κι εγώ, πως η πρώτη έννοια που θα πρέπει να αναδυθεί στη σκέψη σας ύστερα από μια ανάληψη οποιουδήποτε έργου, αρχιτεκτονικού, μηχανικού, ιατρικού, λογοτεχνικού, μουσικού, χορογραφικού, πολεμικού, διπλωματικού, πολιτικού κ.λπ. είναι η ελληνική λέξη ΑΝΑΓΚΗ!».

Κάθε φορά που σκέφτομαι (και έχουν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια) τη σοφή εκ πείρας συμβουλή τού μεγάλου στοχαστή, είμαι ευγνώμων που εισέπραξα μέσω της αναφοράς του μαθητή μου αυτόν τον κανόνα. Και προσπάθησα, όχι πάντα με επιτυχία, να τον καταστήσω ακρογωνιαίο λίθο στο δικό μου επιτήδευμα. Και πρώτα στην εκπαιδευτική καθημερινή πράξη και αργότερα στην κριτική της τέχνης, των θεσμών, των ιδεών, των ηθών, των τεχνικών, των μεθόδων, ακόμη και των προθέσεων.

Πράγματι, είναι σχεδόν επαναστατική η ερώτηση αν το πρώτο πράγμα που θέτεις σ’ έναν δημιουργό είναι σχεδόν το αυτονόητο: Ποια ανάγκη σε ωθεί να προβείς σ’ αυτό το ενέργημα; Ποια ανάγκη πληροί το ποιητικό σου κίνητρο, ποια ανάγκη έρχεσαι να καλύψεις με το πείραμά σου, τη ζωγραφική σου, την υποκριτική σου, τη μουσική σου σύνθεση, το σκηνοθετικό σου εγχείρημα, τον δοκιμιακό σου λόγο;

Ο Τσόμσκι, θέτοντας το ερώτημα στον υποψήφιο διδάκτορα, έθετε σαφώς λειτουργικά αιτήματα. Αν σχεδιάσεις μια ιδιωτική κατοικία, φαινόταν να του λέει, δεν ξεκινάς από έξω, από τη φασάδα, αλλά από την ερώτηση: Ποιος θα κατοικήσει εδώ; Τι ανάγκες έχει; Εχει παιδιά, οικογένεια, εργαστήριο, γέρους γονείς, ανάπηρους συγγενείς κ.λπ.; Αυτές οι ανάγκες θα προσδιορίσουν τους εσωτερικούς χώρους, τη διάρθρωσή τους, τις ευκολίες διακίνησης και τις ανέσεις δημιουργικότητας.

Γνωρίζω πως υπάρχουν και αντιρρήσεις γι’ αυτές τις θέσεις που εκθέτω εδώ. Υπάρχουν αρκετοί κυρίως καλλιτέχνες που προβάλλουν πριν απ’ όλα την υποκειμενική, υπαρξιακή τους ανάγκη. Ισχυρίζονται πως το έργο που παράγουν λυτρώνει τους ίδιους από τις ανασφάλειές τους και ικανοποιεί τα προσωπικά τους θέλω. Δεν μ’ ενδιαφέρει, λένε συχνά, αν πληροί το έργο μου ανάγκες άλλων, κοινωνικές ή πολιτισμικές. Τη δική μου ανάγκη ικανοποιώ, εγώ πληρούμαι και εγώ λυτρώνομαι. Σεβαστό απολύτως. Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση δεν χρειάζεται να κοινοποιούν το έργο τους, να επιζητούν οικονομική ή θεσμική βοήθεια από την κοινότητα, το κράτος, τον δήμο ή τον γείτονα. Αν εσύ λυτρώνεσαι γράφοντας στίχους, ζωγραφίζοντας ή πειραματιζόμενος σε φυσικά, χημικά ή ιατρικά προβλήματα και αυτό σε γεμίζει, με γεια σου και χαρά σου. Οταν όμως αναζητείς χώρες, μέσα, επικοινωνία, κοινοποίηση, ακόμη και κριτική, αλλά πρωτίστως οικονομική κάλυψη από το κοινό ταμείο, άρα από τη φορολογία των συνανθρώπων σου και τους κρατικούς φορείς, πρέπει να είναι ορατή και αυτονόητη η ανάγκη ή οι ανάγκες που ικανοποιείς. Τι προσφέρεις για να απαιτείς να πάρεις.

Δεν είναι δυνατόν να επιζητείς να καλύψουν η κοινότητα, ο συμπολίτης την ανάγκη σου ώστε να κάνεις το κέφι σου. Κάθε δράση, κάθε πρόταση που γίνεται στο πλαίσιο των κοινωνικών θεσμών οφείλει να είναι δημόσια ανάληψη ευθύνης. Και σπεύδω να πω πως η τελευταία αυτή φράση είναι η λειτουργία της κριτικής όπως την όρισε ο Κάντιος. Η κριτική είναι δημόσια ανάληψη ευθύνης. Αλλά κάθε ανθρώπινη ενέργεια είναι κριτική. Αλλάζουν τα μέσα, ο σκοπός, η μέθοδος, το αίτημα, αλλά η κριτική είναι το θεμέλιο της ανθρώπινης λογικής. Σκέφτομαι σημαίνει κρίνω, γιατί για καθετί που επιχειρώ ορίζω, διαιρώ, αφαιρώ, απορρίπτω, συμφωνώ, αντιδιαστέλλω, διασώζω ή αρνούμαι. Κάθε ποίημα που γράφεται, κάθε εικαστική πρόταση, κάθε μίμησις πράξεως σπουδαίας ή φαύλης, κάθε μουσική φράση, κάθε οικοδομικός όγκος συνομιλεί με την ιστορία, την παράδοση, τα ήθη και τις διάνοιες κάθε επιστήμης, τέχνης, πολιτικής πράξης, κοινωνικής ρύθμισης. Αρα κάθε δημόσια εκδήλωση είναι μια λογοδοσία και, για να επανέλθω στα αρχικά, πληροί μια ανάγκη της κοινωνικής συμβίωσης. Είναι ως εκ τούτου αυτονόητο, λοιπόν, ότι κάθε δημόσια παρουσία οφείλει να απαντά στη σκανδαλώδη ερώτηση: Γιατί; Ο,τι διασώθηκε μέσα στους αιώνες και αποτελεί την κληρονομιά της ανθρωπότητας, καλλιτέχνημα, θεωρία, μέθοδος, δομή, νόμος, έθος, νοοτροπία, δεν σημαίνει μόνο πως κάποτε πλήρωσε μια ανάγκη, αλλά πως ακόμη την πληροί ή μας βοηθά να κατανοήσουμε ανάλογες σημερινές ανάγκες. Και για να καταλήξω στα δικά μου προαπαιτούμενα: Ποια ανάγκη σήμερα πληρούν τα έργα του Αισχύλου, του Αριστοφάνη, του Σαίξπηρ, του Μολιέρου, του Γκολντόνι, του Ιψεν, του Στρίντμπεργκ, του Τσέχοφ, του Πιραντέλο, του Αρθουρ Μίλερ, του Ξενόπουλου, του Χορτάτση, του Καμπανέλλη;

Αλλοιώνω μια συμφωνία του Μπετόβεν, τη λογοκρίνω; Αφαιρώ από έναν πίνακα του Μιχαήλ Αγγελου ή του Πικάσο ένα μοτίβο, πετάω ως άχρηστο ένα κεφάλαιο από ένα μυθιστόρημα του Μπαλζάκ ή του Καραγάτση;

Τότε γιατί λοβοτομώ τον Αισχύλο, ακρωτηριάζω τον Αριστοφάνη, κάνω πλαστική στον Σαίξπηρ και μπολιάζω φιγούρες του Ντίσνεϊ στα έργα του Τσέχοφ; Γιατί στο «Θωρηκτό Ποτέμκιν» του Αϊζενστάιν δεν παρεμβάλλω σκηνές από το «Μερικοί το προτιμούν καυτό»; Γιατί στους «Πέρσες» του Αισχύλου ακούγονται μαρξιστικά κείμενα επιγόνων του Μπρεχτ; Αν υπάρξει ΑΝΑΓΚΗ για μια νέα οπτική πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, ιδού, πεδίον δόξης λαμπρόν: δημιουργήστε έργα νέα που να ικανοποιούν τις νέες ανάγκες. Αυτό έκαναν ο Σαίξπηρ, ο Μολιέρος, ο Μπρεχτ, ο Μπέκετ, ο Πίντερ.

Ο πολιτισμός έχει ανάγκη από περίσσεια σπέρματος, αλλιώς επικρατεί ο φασισμός του αμφιδέξιου Αυνάν!