Το είχε πει από το 1999, σε μια ομιλία του στην Ακαδημία Ποίησης της Βιέννης: «Η καλλιτεχνική μου ζωή ήταν πάντοτε επικεντρωμένη στην απόπειρα να εκφράσω μια σχεδόν χειροπιαστή αίσθηση απώλειας». Το αίσθημα λοιπόν στο οποίο αναφερόταν, δεν θα ήταν πρωτόφαντο στα άλμπουμ που θα έγραφε στη συνέχεια ο Νικ Κέιβ. Το πιο πρόσφατο, το «Skeleton Tree» που κυκλοφόρησε στις 9 Σεπτεμβρίου, δεν αποτελεί εξαίρεση, εκτός των άλλων, γιατί προς το τέλος των ηχογραφήσεών του ο μουσικός βίωσε τη μεγαλυτέρα των απωλειών: ο 15χρονος γιος του Αρθουρ έπεσε από έναν γκρεμό στο Μπράιτον της Αγγλίας και σκοτώθηκε. Προς Θεού, η δήλωση στη Βιέννη, δεν σήμαινε ότι στο εξής οι πληγές του έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως δεδομένες. Ισως όμως αυτό συνέβη στην υποδοχή στο τελευταίο του άλμπουμ: «Αδιαμφισβήτητα συγκινητική ενατένιση της απώλειας» ήταν η ελαφρώς προβλέψιμη περιγραφή ενός ξένου μέσου. «Ο ρόκερ που έχασε μικρός τον πατέρα του και αργότερα τον γιο του» ανέγραφε ο τίτλος ενός ελληνικού.

Παρόμοιες πάντως εκδηλώσεις συμπαράστασης είναι στην πραγματικότητα μάλλον φυσική συνέχεια μιας μακρόχρονης και ειλικρινούς σχέσης με ένα μουσικό για τον οποίο η Ελλάδα μόνο ξένη δεν είναι. Την είχε γνωρίσει σχεδόν πριν την επισκεφθεί: γεννημένος στη Μελβούρνη το 1957 και αναθρεμμένος σε μια Αυστραλία με αρκετούς έλληνες μετανάστες, ο Κέιβ θα εξηγούσε πως η «λούμπεν, μαυροφορεμένη, ρεμπέτικη κουλτούρα», τουλάχιστον στο ντύσιμο, τον είχε επηρεάσει.

Από την πρώτη φορά ωστόσο στην Αθήνα, οι παρόντες μάλλον το δαιμονικό της παρουσίας του θυμούνται: ήταν Σεπτέμβριος του 1982 και εμφανιζόταν με τους Birthday Party στο γήπεδο του Σπόρτιγκ, παρέα με Fall, New Order ή Metro Decay. Οι θρύλοι κάνουν λόγο για μια οριακή post punk βραδιά. Οι διοργανωτές τού event αφηγούνταν ότι το πράγμα φαινόταν από νωρίς: εκνευρισμένος που η μάνατζέρ του δεν του επέτρεπε να τσιλημπουρδίσει με την ησυχία του, ο Κέιβ είχε δαγκώσει το χέρι τού ανθρώπου που τον καλωσόρισε στο αεροδρόμιο, χώρια που κάποια στιγμή θα έφευγε από το ξενοδοχείο, θα χανόταν και θα εντοπιζόταν σε όποιο μέρος και κατάσταση ήθελε η κάθε σχετική φήμη.

Η επιστροφή δεν άργησε. Με τους Birthday Party παρελθόν και τους Bad Seeds να ντεμπουτάρουν με το «From Her to Eternity», ο Αυστραλός ήρθε τον Νοέμβριο 1984 για μια συναυλία στο κλαμπ Χύμα στον Χολαργό, με τους Yell-O-Yell και τους Villa 21. Το κοινό τον άκουσε να τραγουδά άσματα ενισχυμένα πλέον και με μια σταγόνα blues. Οι απόντες (και όχι μόνο) θα ηχογραφούσαν σε πολύτιμες κασέτες την επαναμετάδοση της συναυλίας από το Δεύτερο Πρόγραμμα ή θα περίμεναν μέχρι εκείνη του 1987 στο Club 22, του 1989 στο Ρόδον ή του 1990 στον Λυκαβηττό. Η τελευταία θα τον μετέφερε στους μεγαλύτερους συναυλιακούς χώρους. Οσοι δε είχαν βρεθεί στα παρασκήνιά της ίσως θυμούνται τον άνθρωπό μας να διαπραγματεύεται την ανταλλαγή του σακακιού του με ένα γυναικείο, κασμιρένιο. Δεν τα είχε καταφέρει.

Η ΡΟΔΙΑ ΣΤΟ ΚΟΛΩΝΑΚΙ. Αλλοι ίσως κρατούν τις βραδιές στα μπαράκια της οδού Χάρητος και στη Ροδιά στο Κολωνάκι όπου σύχναζε. Τις επισκέψεις στο ρουχάδικο Remember στην Πλάκα, τις αυτοκινητάδες στην Αθήνα την οποία αγαπά γιατί ο κόσμος είναι χαλαρός, τις φιλίες με έλληνες ομοτέχνους: το ενδιαφέρον του για το ρεμπέτικο τον έφερε κάποτε κοντά στον Στέλιο Βαμβακάρη, στον οποίο εξομολογήθηκε την αγάπη του για τον ήχο του μπουζουκιού ή τα τραγούδια του πατέρα του. Μια άλλη φορά είχε ακούσει τον Ψαραντώνη, τον είχε καλέσει στο «All tomorrow’s parties» στην Αυστραλία (το 2009), με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια σχέση που θα οδηγούσε σε έναν μουσικό αυτοσχεδιασμό στα παρασκήνια του Λυκαβηττού το 2011. «Είναι καλό κοπέλι και κορυφαίος καλλιτέχνης» θα δήλωνε για εκείνον ο Ανωγειανός. Στο «Lighting Bolts» από το «Push the Sky Away» του 2013 θα συγκινούταν και από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα –«στην Αθήνα όλοι οι νέοι κλαίνε από τα δακρυγόνα» έλεγε ένας στίχος. Είναι όμως όλα αυτά επαρκείς εξηγήσεις για τυχόν υπερβολές στην αντιμετώπιση ενός νέου άλμπουμ που μάλλον δεν συγκρίνεται με το αίσθημα ερωτικής απώλειας του «Boatman’s Call» ή την ψαρωτική ακόμα και για τους Metallica συναισθηματική ισχύ του «Let Love In»; Δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Το «Skeleton Tree» όντως συστήθηκε κυρίως από το τραγικό γεγονός που το συνόδεψε. Αν επιτρέπεται η σύγκριση όμως, και με το «Tears in Heaven» του Ερικ Κλάπτον κάτι παρόμοιο συνέβη.

Ο άνθρωπος που στο βίντεο του «Wanted Man» εμφανίζεται να πειράζει διερχόμενα κορίτσια στην Πατησίων αγαπήθηκε πρωτίστως από ένα κοινό που στα ’80s ίσως επιθυμούσε και άλλου είδους «αλλαγή». Είναι ένα κοινό που πλέον έχει μεγαλώσει – το πώς προσλαμβάνει λοιπόν την απώλεια είναι μάλλον κατασταλαγμένη υπόθεση. Το «Skeleton Tree» τη διοχετεύει μέσα από μικρότερης κλίμακας ενορχηστρώσεις και κομμάτια άλλοτε συναισθηματικώς δυσοίωνα όσο το «Jesus Alone», άλλοτε ambient σαν το «Rings of Saturn». Στιχουργικά; Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα (εκτός από όσα υπονοούν τον χαμό), ικανό να απαντήσει και στα ερωτήματα περί της σχέσης κοινού και δημιουργού, προέρχεται από το «Distant Sky»: «Μας είπαν ότι οι θεοί μας θα ζήσουν περισσότερο από εμάς / Οτι τα όνειρά μας θα ζήσουν περισσότερο / Αλλά μας είπαν ψέματα».