Παναγής Παναγιωτόπουλος

Επίκουρος καθηγητής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης ΕΚΠΑ

Eνα Κομμουνιστικό Μανιφέστο νέου τύπου

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι η Documenta δεν (θα) τους αρέσει. Η έκπληξή τους είναι σεβαστή (όπως κάθε αμιγές και άδολο συναίσθημα) και δεν τους αφαιρεί το δικαίωμα να ασκούν κριτική ή να απορρίπτουν έναν θεσμό που τώρα γνωρίζουν. Μπορεί να πίστευαν ότι θα αντικρίσουν μια σειρά συμπαθητικών δράσεων στην πόλη, κάτι που να ομορφαίνει τους δρόμους ή ένα είδος βόλτας σε ένα καλλιτεχνικό Ιkea, μια ακόμη foire σύγχρονης τέχνης με τις υλικότητές της, ένα μέτρο conceptual αναφοράς και μια δόση αβλαβούς κοινωνικής διαμαρτυρίας. Προφανώς ήταν απολύτως ανενημέρωτοι για τις εξελίξεις στον χώρο της σύγχρονης τέχνης και τη σχεδόν γαμήλια ένωσή της με την Πέμπτη Διεθνή των διανοουμένων του νεοριζοσπαστισμού. Με άλλα λόγια, η απογοήτευση και οι φόβοι τους οφείλονται εν πολλοίς στο γεγονός ότι δεν γνώριζαν πως αυτό το διεθνές κίνημα καλλιτεχνών, πολιτικών και διανοουμένων ασκείται πλέον συστηματικά στην ώσμωση αυτού που παλιά ονομαζόταν «έργο τέχνης» από τη μια και της πολιτικής ιδεολογίας από την άλλη. Πρόκειται για ένα ανοικτό, μόνιμο, ετερογενές, πληθυντικό πολιτικό μανιφέστο της νέας απελευθέρωσης από τα δεσμά του καπιταλισμού, την αποικιοκρατία, την ίδια τη νεωτερικότητα ως κράτος – έθνος – λαό, την κοινωνία ως πλέγμα που οργανώνει συναινέσεις και ανταγωνισμούς, εντέλει αυτού που καταγγέλλεται ως δυτική μονοκρατορία της νόησης, της αγοράς, της σεξουαλικότητας και της ελευθερίας. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα αέναο Κομμουνιστικό Μανιφέστο νέου τύπου. Και εδώ θα μας επιτραπεί, ελπίζω, να μιλήσουμε γι’ αυτό, τους επόμενους μήνες, με πολιτικούς όρους, χωρίς εκπτώσεις από το δικαίωμα στην κριτική οξύτητα και χωρίς να γίνεται επίκληση κάποιας καλλιτεχνικής αξίας πέρα και έξω από την πολιτική. Χωρίς ακόμα να πρέπει να αποδώσουμε υποτακτικά τιμές σε έναν μεγάλο, πράγματι, και ιστορικά καταξιωμένο διεθνή θεσμό –θα ήταν παράδοξο οι άνθρωποι που θέλουν να διώξουν την Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΔΝΤ από την Ελλάδα να λένε στους επικριτές τους ότι δεν δικαιούνται διά (sic) να ομιλούν ενάντια σε έναν υπερ-εθνικό θεσμό που έχει έδρα τη Γερμανία. Μόνη προϋπόθεση λοιπόν για να καλωσορίσουμε την Documenta (και κατόπιν να διαφωνήσουμε ολικά μαζί της) είναι να γίνει αποδεκτό απ’ όλους πως πρόκειται για μια πολιτική παρέμβαση που έχει συγκεκριμένα ιδεολογικά ελατήρια και πρακτικές στοχεύσεις. Και κάτι τελευταίο, η Documenta εμφανίζεται να θέλει να εκπροσωπήσει τον αντιεξουσιασμό, να εκφράσει τα θύματά του. Καλό είναι να γνωρίζει ότι και η ίδια ασκεί εξουσία σε μια χώρα όπου ασκείται εξουσία με πολύ συγκεκριμένους κυβερνητικούς όρους τα τελευταία χρόνια και ειδικότερα αυτή την περίοδο. Τέλος, να σημειώσω ότι η ελαφρότητα της δήλωσης του επιμελητή του προγράμματος δημοσίων δράσεων, κυρίου Πρεσιάδο, στο «Αθηνόραμα» (Δ. Ζευκιλή) αναφορικά με τον χώρο που χρησιμοποιεί ως γραφείο στο ΕΑΤ-ΕΣΑ –«φαντάσου ότι εδώ ήταν το γραφείο του διοικητή της Στρατιωτικής Αστυνομίας της χούντας» –κάνει ορισμένους από τους δημοκράτες πολίτες αυτής της χώρας να αναρωτιούνται μήπως έχει κάπως δίκιο όταν λέει στο Μανιφέστο του ότι πρέπει να παραμερίσουμε την «καθιερωμένη αντίθεση δικτατορίας και δημοκρατίας». Ας θεωρήσουμε πως πρόκειται για μια απλή νοσταλγική παραπραξία του συγκεκριμένου πολιτικού και ιδεολόγου και τίποτα πιο επίκαιρο ή επιτελεστικό.

Δημήτρης Παπανικολάου

Αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης

Στεγανά και των δύο πλευρών

Για την Documenta και την επιλογή της να µοιραστεί φέτος ανάµεσα στο Κάσελ και την Αθήνα, τα ουσιαστικότερα θα γραφούν αφού περάσει τούτος ο χρόνος και από τους πιο ειδικούς. Αλλά για τις πρώτες της δράσεις που άρχισαν αυτή την εβδοµάδα στην Αθήνα, οι φωνασκίες υπήρξαν ενδεικτικές των διαθέσεων πολλών να χάσουν όσα περισσότερα µπορούν στη µετάφραση.

Κάπως έτσι παραναγνώσθηκε µια άγαρµπη (και στην επίσηµη ιστοσελίδα κακοµεταφρασµένη) φράση των διοργανωτών για τις συνέχειες και τις ασυνέχειες µεταξύ δηµοκρατίας και δικτατορίας, κάπως έτσι άρχισε µια συζήτηση για τα όρια της τέχνης και τις αδυναµίες της κριτικής θεωρίας, κάπως έτσι βγήκε και ο κάθε άσχετος να µας εξηγήσει την αποτυχία των σύγχρονων κινηµάτων της διαφοράς και να γνωµοδοτήσει ότι η λέξη κουίρ παραπέµπει στον… Μπάροουζ! Ολα αυτά δείχνουν τα στεγανά ενός µέρους της ελληνικής διανόησης που αρνείται να ανοίξει διάλογο (αλλά και να καταλάβει τι θέλει ο άλλος να του πει, πριν αρχίσει τον µονόλογό του). Οχι ότι και η ίδια η Documenta δεν φάνηκε κι αυτή κλεισµένη στα δικά της στεγανά· κυρίως µια εµµονή να δειγµατίσει επαναστατικότητα, που κάποτε φαίνεται και λίγο εύκολη ή εργαλειακή, κάποτε γίνεται και λίγο ηθογραφική.

Μήπως να το πιάναµε όλο από την αρχή κι από τα βασικά;

Από τη µια, διανύουµε την εποχή των curator-stars. Που µπορεί να επιµένουν ότι αντιστέκονται στις µουσειακές λογικές και τις αισθητικές πρακτικές της κυριαρχίας, αναγκάζονται όµως τελικά κι αυτοί να δουλέψουν και µε όρους υπεραξίας, και µε αντανακλαστικά περιφερειολατρείας, και µε εκθετικές στρατηγικές που καταλήγουν εκθεµατικές (παίρνουν δηλαδή παραδείγµατα «τοπικών φωνών», «αντικουλτούρας» και «αντίστασης» και τα κάνουν εκθέµατα).

Οµως από την άλλη, ένας θεσµός παγκόσµιας βαρύτητας έρχεται στην Αθήνα, δίνοντάς µας επιπλέον δυνατότητες να µιλήσουµε. Φέρνει ενδιαφέρουσες ιδέες, µια ευχάριστα (αν και όχι πρωτότυπα) έκκεντρη διάθεση και σηµαντικές φωνές (όπως ο Πολ Πρεσιάδο, που επιµελείται τις δηµόσιες δράσεις: από τους πιο καίριους σύγχρονους διανοητές στον χώρο της βιοπολιτικής και του φύλου· όσοι έσπευσαν να ακυρολογήσουν, να διάβαζαν ίσως και λίγο τα γραφτά του;). Αν θεωρούµε τη συζήτηση που προτείνεται ελλιπή, ας τη συµπληρώσουµε. Αν πιστεύουµε ότι όσα παρουσιάζονται δεν είναι παρά ένα µικρό δείγµα της πολύ πιο έντονης (και, κατά τη γνώµη µου, πολύ πιο ριζοσπαστικής) σκηνής λόγου και τέχνης που µπορεί αυτή τη στιγµή να βρει κανείς στην Ελλάδα, ας στηρίξουµε αυτή τη σκηνή και ας την αναδείξουµε περισσότερο, σε πείσµα, σε αντίθεση ή σε διάλογο µε την Documenta.

Ντένης Ζαχαρόπουλος

Ιστορικός τέχνης, πρώην συνδιευθυντής της Documenta, καλλιτεχνικός διευθυντής της Πινακοθήκης και Μουσείων του Δήμου Αθηναίων

Δικό μας πρόβλημα, αν δεν τη θέλουμε

Η Documenta είναι μια διεθνής διοργάνωση που θέτει εξαρχής πάρα πολλά θέματα. Η πρώτη εκδήλωσή της έγινε στον ιστορικά φορτισμένο χώρο του ΕΑΤ-ΕΣΑ και άρα τέθηκαν στο επίκεντρο πολιτικά θέματα. Αν οι εκδηλώσεις γίνονταν στο ΕΜΣΤ θα είχαν πιθανώς θίξει την αρχιτεκτονική ή το αν έχουμε μουσείο, δηλαδή άλλα προβλήματα εξίσου σημαντικά. Δεν τίθεται όμως θέμα προτεραιότητας. Ο ρόλος της Documenta είναι να μας κάνει να θυμηθούμε ότι η τέχνη είναι μια διεργασία που σχετίζεται με τη συνείδησή μας, με τον ρόλο μας στην κοινωνία, να προκαλέσει συζητήσεις που δεν είναι εύκολες. Η τέχνη δεν είναι αντικείμενα που πωλούνται ακριβά στις δημοπρασίες, όπως φαίνεται να θεωρεί η εποχή μας. Από την τέχνη περιμένουμε να βγάλει βιώματα.

Η Documenta δεν ήρθε στην Αθήνα ούτε για να μας κολακεύσει, ούτε να μας οικτίρει. Ηρθε για να συμβάλει σε μια διεθνή συζήτηση πάνω στην τέχνη και τον πολιτισμό σήμερα. Αν δεν θέλουμε τη συζήτηση είναι δικό μας πρόβλημα. Οταν αρχίζεις συζήτηση επί της ουσίας τίποτα δεν είναι εύκολο. Αυτή η μη ευκολία είναι το κέρδος της τέχνης, όχι η χασούρα της.

Οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν είναι εν μέρει αναμενόμενες, μιας και επικρατεί τελευταίως το “όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εχθρός μας”. Εχουμε φθάσει δυστυχώς στο σημείο να μην μπορούμε να εκφράσουμε την πιο μικρή αμφιβολία. Θεωρώ όμως ότι η δουλειά της τέχνης είναι να θέτει ερωτήματα και να αμβλύνει τα όρια των προκαταλήψεων. Κι ας μην ξεχνάμε πως η Documenta είναι η έκθεση που θα δούμε τον Απρίλιο. Προς το παρόν, το στάδιο της προετοιμασίας προσπαθεί να προβάλλει έναν λόγο σύνθετο και πολλαπλό. Η πρώτη εκδήλωση στο Πάρκο Ελευθερίας ήταν μια συγκλονιστική στιγμή ανθρωπιάς και αισιοδοξίας. Νομίζω πως έγινε σαφές ότι ο λόγος του πολιτισμού δεν συνάδει πάντα με τον λόγο της πληροφορίας και πως οφείλουμε και από τις δύο μεριές να δείξουμε ανοχή, φαντασία και καλή προαίρεση γιατί η απόσταση ανάμεσα στο περιεχόμενο του πολιτισμού και την επικοινωνία του συνιστά ακριβώς ένα από τα πιο καίρια προβλήματα της εποχής μας. Ας ευχηθούμε πως θα εμβαθύνουμε αυτή τη συζήτηση, σεβόμενοι τις πολύ διαφορετικές φωνές που συνιστούν τον λόγο του πολιτισμού και της τέχνης.

Άννα Καφετσή

Δρ Αισθητικής, τέως διευθύντρια ΕΜΣΤ

Παράθυρο για να ξαναδούμε τον εαυτό μας

Ο ίδιος ο τίτλος που επέλεξαν οι οργανωτές της Documenta 14 προδιαγράφει ασφαλώς το εννοιολογικό και αισθητικό πλαίσιο της όλης διοργάνωσης και προετοιµάζει τις προσδοκίες του ελληνικού και του διεθνούς κοινού. Σε καµιά περίπτωση όµως δεν είναι µονοδιάστατος και, ευτυχώς, αυτό δείχνουν τα πρώτα δείγµατα γραφής.

Γιατί επιλέγεται η Αθήνα τη δεδοµένη στιγµή; Αυτό είναι για µένα το κεντρικό ερώτηµα και το στοίχηµα της έκθεσης. Τι καλούµαστε «να µάθουµε» από την Αθήνα µέσω της καλλιτεχνικής και επιµελητικής διαµεσολάβησης; Γιατί όλοι καλούµαστε, και επιµελητές, και καλλιτέχνες, και επισκέπτες. Αυτό θα το µάθουµε όταν ολοκληρωθεί το σηµαντικό αυτό εικαστικό εγχείρηµα που είναι σε εξέλιξη. Οι πρώτες δράσεις που ανακοινώθηκαν είναι µέρος ενός γενικού επιµελητικού σχεδίου, και ως τέτοιο θα πρέπει να ιδωθεί, όχι αποκοµµένο. Ας περιµένουµε λοιπόν να δούµε και κυρίως να συµµετάσχουµε. Κάθε έκθεση ανοίγει παράθυρα για να ξαναδούµε τον εαυτό µας και τον κόσµο. Το «Μαθαίνοντας από την Αθήνα» µπορεί να λειτουργήσει σαν µια ευρύχωρη µεταφορά αυτής της σχέσης. Και σ’ αυτήν δεν χωρούν διαµάχες και εµφύλιοι, πραγµατικοί ή κατασκευασµένοι. Σε µια ερωτική σχέση προσερχόµαστε πάντα ανοιχτοί και µε τη φαντασία ελεύθερη…

Νένη Πανουργιά

Καθηγήτρια Ανθρωπολογίας, The New School for Social Research και Πανεπιστήμιο Columbia

Πάταξον μεν, άκουσον δε

Νοµίζω καταρχάς ότι δεν τίθεται θέµα δοσολογίας της σχέσης τέχνη – πολιτική. Η τέχνη είναι πάντοτε πολιτική πράξη, είτε της αποδίδεται το πρόσηµο είτε όχι, είτε αυτοπροσδιορίζεται ως ουδέτερη είτε όχι. Μάλιστα τέχνη που αυτοπροσδιορίζεται ως ουδέτερη και διεκδικεί αντικειµενισµό είναι ιδιαζόντως πολιτική –ηγεµονικά, από θέση εξουσίας. Πολιτική είναι η τέχνη του Στοκχάουζεν, του Σοφοκλή, του Κάφκα, του Πόλοκ, του Λύτρα, και βέβαια πολιτική είναι όλη η τέχνη που προέρχεται από τη θέση της γυναίκας. Δεν µπορώ να προδικάσω τι θα µάθει η Documenta από την Αθήνα, αυτό θα το δούµε όταν τελειώσει η άσκηση. Το ερώτηµα, όµως, υποδηλώνει µία παρωχηµένη αντίληψη περί µάθησης, βλέποντας τη µάθηση ως µονόδροµη µετάδοση πληροφοριών αντί για διαδραστική διαδικασία απόκτησης γνώσης. Βεβαίως η «Αθήνα» έχει να προσφέρει γνώση και για το πώς µπορεί να υπάρχει καλλιτεχνικός, πολιτικός και κοινωνικός στοχασµός και αναστοχασµός υπό συνθήκες κρίσης, αλλά και για το ποια είναι η ιστορική πορεία µιας χώρας της περιφέρειας µέσα στο νεοφιλελεύθερο πείραµα.

Πρωτίστως θεωρώ ότι η χώρα έχει υποστεί πολύ περισσότερους διχασμούς απ’ όσους της αναλογούν και δεν χρειάζεται άλλον έναν. Επίσης πιστεύω στο «πάταξον μεν, άκουσον δε». Ας περιμένουμε να δούμε. Τώρα για όσους έχουν πει ότι η Documenta 14 φέρνει στη χώρα το ζόμπι του κομμουνισμού ή ότι συνιστά, αντίθετα, βεβήλωση της πορείας της Αριστεράς θα έλεγα ότι οι θέσεις αυτές είναι περίπου ταυτόσημες. Η πρώτη βλέπει το φάντασμα του κομμουνισμού να υπερίπταται της χώρας και η άλλη θεωρεί ότι υπάρχει μία Αριστερά η οποία έχει μία πορεία και η οποία με τη Μεταπολίτευση κατάφερε να φέρει στη χώρα μια δημοκρατία την οποία τώρα αμφισβητεί το πείραμα της Documenta. Ο ισχυρισμός είναι ότι οι αγώνες της Αριστεράς δικαιώθηκαν με τη Μεταπολίτευση, δηλαδή ότι η Αριστερά πολέμησε τόσες δεκαετίες για να δει την άλωση του κράτους πρόνοιας, την ακύρωση της προσδοκίας ενός κράτους δικαίου, την καταρράκωση της δημοκρατίας από πρόταγμα συλλογικό σε απλή διεκπεραίωση εκλογών. Ε, δεν νομίζω αυτό να ήταν το όραμα όσων βασανίστηκαν από εσατζήδες και ασφαλίτες.