στον Γιώργο Σκαμπαρδώνη

Πίστη οι δικοί μου δεν είχαν. Ούτε καν φόβο Κυρίου. Το γεγονός πως στο γραφείο του πατέρα μου κρεμόταν το εικόνισμα των Αγίων Αναργύρων με εξόργιζε από παιδί. «Δάκρυα θα αναβλύσουν κάποια μέρα απ’ τα μάτια Τους με όσα φρικτά βλέπουν κι ακούν εδώ μέσα… Ή θα αποδράσουν θαυματουργά από το άντρο της παλιανθρωπιάς…».

Στα οκτώ μου πρωτάκουσα κλήση Κυρίου. Την άκουσε δυστυχώς και η μητέρα μου και με απομάκρυνε -σχεδόν βιαίως –από το κατηχητικό. «Δεν θα καταντήσετε το αγόρι μου παπαδάκι!» είπε με ύφος ιταμό στον εφημέριο του Αγίου Στυλιανού. Επέβαλε στον αδελφό μου να με τραβά μαζί του στις καφετέριες και στα σφαιριστήρια. Οι κανάγιες, οι φίλοι του, έβριζαν και ασχημονούσαν. Εγώ προσευχόμουν βουβά για τη σωτηρία των ψυχών όλων τους ανεξαιρέτως. Ακόμα κι εκείνων που με αποκαλούσαν φόρα – παρτίδα «φύτουλα» και «ούφο». Εκανα ασκήσεις ανεξικακίας.

Ο αδελφός μου στούκαρε στα είκοσι δύο του, Τσικνοπέμπτη του 1995. Ο πατέρας μου έλιωσε κυριολεκτικώς απ’ τον καημό του –έσβησε έξι μήνες αργότερα από αδιάγνωστη ασθένεια. Εμεινα εγώ, η μητέρα και τα τρία νεαρότερα αδέλφια μου. «Θα αναλάβεις εσύ!» με διέταξε τότε. «Δεν είναι του χαρακτήρος μου, μανούλα… Εχω και τη Φιλοσοφική…» αντιστάθηκα όσο μπορούσα. (Στο δεύτερο έτος της Θεολογίας φοιτούσα τότε –είχα μεταγραφεί κρυφά, σάμπως θα ανέβαιναν στην Πανεπιστημιούπολη να ελέγξουν;). Αμετάπειστη εκείνη. «Δεν θα πεινάσουν εξαιτίας σου τα μικρά! Δεν θα καρπωθούν οι ξένοι τους κόπους του μπαμπά σου!».

Με κρύα καρδιά έγινα κληρονόμος – αφεντικό. Είχαμε μία βιοτεχνία που προμήθευε με πιάτα όλα τα μπουζούκια της Δυτικής Πελοποννήσου. Εκείνα τα πιάτα –ξέρεις –τα άψητα, τα χωμάτινα, που τα σπάει ο σερβιτόρος με σφυράκι στην πίστα κατά παραγγελίαν των καψούρηδων… Είχε ανοίξει ο αδελφός μου λίγο πριν σκοτωθεί και το πρώτο ελληνάδικο του νομού, συνέρρεε η σάρα και η μάρα, εξέδιδε ατύπως και ομόδοξες κοπέλες από τη Ρωσία και τη Βουλγαρία. Το τελευταίο το απαγόρευσα διά ροπάλου. Δεν γινόταν ωστόσο να βάλω λουκέτο στο Karvouniariko Club –τα κουτσούβελα μεγάλωναν, μαζί και οι οικονομικές τους απαιτήσεις…

Ο αγών μου εντατικοποιήθηκε. Το δράμα μου επιδεινώθηκε. Ημουν μία περιστερά που αγωνιζόταν να παραμείνει λευκή και αμόλυντη τσαλαβουτώντας σε βοθρολύματα. Ακόμα χειρότερα – να ψωμίζεται από τις ακαθαρσίες. Προκειμένου να κουμαντάρω τις επιχειρήσεις αναγκαζόμουν να αποσιωπώ την πίστη μου. Τον ευσεβή η νύχτα τον λοιδορεί. Παρίστανα τον αιμοβόρο εργοδότη –με βοηθούσε και το μπόι μου και τα κιλά μου –«Ντουλάπα» με έλεγαν, «Ο Ντουλάπας». Μέσα μου έκανα ακατάπαυστα μετάνοιες. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν», μέρα – νύχτα δίχως σταματημό.

Παρήγγειλα στον αρχιτέκτονα που σχεδίασε το καινούργιο μαγαζί μας, στην Κόρινθο, να του δώσει κάτοψη βασιλικής μετά τρούλου. «Την Αχειροποίητο θα σου φτιάξω, σε σμίκρυνση!» μου υποσχέθηκε. Την παραμονή των εγκαινίων, οργάνωσα κρυφή ολονυκτία. Εκεί όπου θα ακκίζονταν οι τραγουδιάρες, είχα τοποθετήσει ένα εικόνισμα που το ‘χα φέρει ιδίοις εξόδοις από το Κίεβο. Ούτε που ξέρω πόσοι το προσκύνησαν –ηλικιωμένες ως επί το πλείστον κυρίες…

Οταν ξέσπασε η κρίση, τη θεώρησα Θεία Δίκη. Κεραυνοί τα Μνημόνια κατέκαυσαν τα Σόδομα. Απόδειξη; Οι δικές μου οι δουλειές άντεξαν. Ο τζίρος μου έπεσε, πλην δεν εκμηδενίστηκε. Γιατί; Διότι τα πάνθ’ ορά. Κάτω από τη δορά του λύκου που είχα ενδυθεί, διέκρινε Εκείνος την καρδία του προβάτου.

Οταν διαγνώσθηκα με σκλήρυνση κατά πλάκας, «ώρα να ακολουθήσω την κλήση μου!» είπα. Οι δύο πρώτοι ηγούμενοι μού έριξαν πόρτα –«τώρα, στα δύσκολα, μάς θυμήθηκες;» αμφισβήτησαν την ειλικρίνειά μου. Στο τρίτο μοναστήρι, εδώ, με καλοδέχθηκαν. Υπό έναν όρον: τα έσοδα από τις επιχειρήσεις να πηγαίνουν στο παγκάρι.

Αλλο που δεν ήθελα. Κουμαντάρω μακρά χειρί. Από το κελί μου, απ’ το καροτσάκι μου. Ενας καλόγερος χωρίς ράσο –δασκαλεμένος από μένα –πηγαινοέρχεται στη βιοτεχνία και στα δυο μαγαζιά. Τον περνούν λόγω γενειάδας για χίπστερ, μα όταν σηκώσει τη φωνή, κατουριούνται πάνω τους.

Δεν αμφιβάλλω ότι μεταθανατίως θα ανακηρυχθώ άγιος. Ο άγιος της νύχτας.

Να κεράσω λουκούμι;