Στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ είναι στραμμένα αυτή την εβδομάδα τα μάτια των αγορών καθώς η Fed καλείται να αποφασίσει εάν η ανάπτυξη και η απασχόληση έχουν ενισχυθεί τόσο ώστε να δικαιολογείται αύξηση των επιτοκίων δανεισμού σε δολάρια.

Από τις αρχές του μήνα οι διακυμάνσεις στα χρηματιστήρια, τις αγορές ομολόγων και συναλλάγματος ήταν έντονες ενόψει των αποφάσεων της ισχυρότερης κεντρικής τράπεζας στον κόσμο, βάζοντας τέλος στη «θερινή ραστώνη» των προηγούμενων μηνών. Η έντονη νευρικότητα που καταγράφηκε οφείλεται επίσης στην ανησυχία για τις εξελίξεις της παγκόσμιας οικονομίας αλλά και ενόψει των επερχόμενων προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο.

Πριν από λίγες εβδομάδες οι επενδυτές άρχισαν να στοιχηματίζουν ότι η Fed θα προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων μέσα στον Σεπτέμβριο. Στη συνέχεια όμως οι προβλέψεις αυτές μειώθηκαν. Ετσι, την Παρασκευή οι παίκτες των διεθνών αγορών έδιναν πιθανότητα μόλις 15% για αύξηση των επιτοκίων δανεισμού σε δολάρια από τη Fed στη Συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, η οποία θα ολοκληρωθεί μεθαύριο Τετάρτη. Οι προβλέψεις αυτές προέρχονται από την ιστοσελίδα FedWatch της εταιρείας CME που ειδικεύεται σε παράγωγα.

«Οι περισσότεροι δείκτες που έχω δει δείχνουν ότι οι αγορές ουσιαστικά δεν αναμένουν ότι υπάρχουν πολλές πιθανότητες αύξησης των επιτοκίων αυτόν τον μήνα» ανέφερε στο Reuters ο Μπρους ΜακΚέιν που είναι επικεφαλής χάραξης επενδυτικής στρατηγικής στην Key Private Bank. Ομως τα στοιχήματα εξακολουθούν να είναι πολλά για το ότι η Fed θα προχωρήσει σε αύξηση επιτοκίων πριν από το τέλος του έτους.

Η νομισματική πολιτική της Fed έχει γίνει, όπως ήταν ίσως αναμενόμενο, και αντικείμενο πολιτικής διαμάχης ενόψει των προεδρικών εκλογών. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει πει ότι η επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας Τζάνετ Γέλεν καθυστερεί τις αυξήσεις επιτοκίων επειδή δεν θέλει να διακινδυνεύσει μια αρνητική αντίδραση στις αγορές, η οποία θα προκαλούσε πτωτικές πιέσεις στις τιμές των μετοχών. Το φθηνό χρήμα που έχει ρίξει μέχρι τώρα στην αγορά η Fed αλλά και άλλες κεντρικές τράπεζες όπως η ΕΚΤ έχει αυξήσει σημαντικά τις επενδύσεις σε μετοχές, ομόλογα και συνάλλαγμα όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.