Υπήρξε ο πιο διεισδυτικός θεατρικός συγγραφέας της γενιάς του έγραψαν στη νεκρολογία τους οι «New York Times» για τον αμερικανό συγγραφέα, που πέθανε την περασμένη Παρασκευή σε ηλικία 88 ετών. Ο Εντουαρντ Αλμπι είχε πάρει κατά κάποιον τρόπο τη σκυτάλη από τον Ευγένιο Ο’Νιλ και αφότου ο Αρθουρ Μίλερ και ο Τένεσι Ουίλιαμς είχαν παρουσιάσει τα σημαντικότερα έργα τους. Ο Αλμπι έκανε ξαφνικά την εμφάνισή του το 1959 αναστατώνοντας το θεατρικό κοινό με το έργο του «Ιστορία του ζωολογικού κήπου» που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Βερολίνο σε διπλή παράσταση με το έργο του Μπέκετ «Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ». Από νωρίς πάντως παρουσιάστηκε και στο αθηναϊκό κοινό καθώς ο Κάρολος Κουν ανέβασε το 1963 στο Θέατρο Τέχνης το έργο στο οποίο «ο Θεός περιφέρεται σαν μαύρη αδελφή με κιμονό». Το 1962 ο Αλμπι κατέπληξε το Μπρόντγουεϊ με το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;». Ακολούθησε η πρεμιέρα στο Λονδίνο το 1964 και στην Αθήνα το 1965, όταν –και πάλι –ο Κουν το ανεβάζει σε μετάφραση της Καίτης Κασιμάτη. «Το κείμενο είχε τη γοητεία ενός αστυνομικού μυθιστορήματος και το πάθος της τραγωδίας. Πόσο βαθιά και πόσο ανελέητα μπορεί να προχωρήσει ένας συγγραφέας στο ξεγύμνωμα των χαρακτήρων του. Το κείμενο του Αλμπι, σφιχτό και απόλυτο, είναι γεμάτο από τολμηρές κουβέντες σε απεριόριστη ποικιλία. Αυτές οι κουβέντες έχουν μια ιδιαίτερη ακουστική βαρύτητα» θα πει η μεταφράστρια στα «ΝΕΑ» τον Νοέμβριο του 1965.

Η ΓΟΥΛΦ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Η επιτυχία της θεατρικής Βιρτζίνια Γουλφ οδήγησε στην κινηματογραφική παραγωγή του 1966, όταν ο σκηνοθέτης Μάικ Νίκολς επιβάλλει το θρυλικό ζεύγος Ρίτσαρντ Μπάρτον και Ελίζαμπεθ Τέιλορ στο δημοφιλέστερο έργο του συγγραφέα. Τη σεζόν 1982-1983 η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος υποδύονται αντιστοίχως τη Μάρθα και τον Τζορτζ στην ομότιτλη παράσταση σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν.

Το 2009 ο Αντώνης Αντύπας ανεβάζει στο Απλό Θέατρο τη δική του προσέγγιση, στην εξαιρετική μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη, σκηνοθετώντας τον Γιώργο Καταλειφό και τη Ράνια Οικονομίδου. «Ο Αλμπι είναι αγαπημένος του ελληνικού θεατρικού κόσμου. Ιδιαίτερα αυτό το έργο, τόσο βαθύ και πέρα από την επιφάνεια μιας μακρόχρονης συντροφικής σχέσης, είναι σημαντικό για την παγκόσμια δραματουργία. Καθώς ο Τζορτζ και η Μάρθα πέρα από χαρακτήρες είναι τα σύμβολα του Καλού και του Κακού. Και είναι σημαντικό που στο τέλος του έργου νικά το Καλό και όχι το Κακό» λέει ο Αντώνης Αντύπας στο «ΝΣυν».

«Αν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον Αλμπι και στους θεατρικούς προγόνους του στην Αμερική είναι το βάθος» έγραφε στην κριτική του ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, προσεγγίζοντας το σύνολο του έργου του αμερικανού δραματουργού με αφορμή το ανέβασμα της «Ευαίσθητης Ισορροπίας» το 1977 στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Γιώργου Θεοδοσιάδη και το 1995 στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία της Ράιας Μουζενίδου και με πρωταγωνίστρια τη Βέρα Ζαβιτσιάνου. «Εχεις την αίσθηση πως τα έργα του διαρρέονται από έναν κρυφό τρόμο, αποκαλύπτουν μέσα από τις ρωγμές ένα βάθος που ασφαλώς το οφείλουν στις ευρωπαϊκές αναζητήσεις και στην ευρωπαϊκή αίσθηση του χρόνου. Ο Αλμπι ξεκόβει τα πρόσωπά του από τον περίγυρο και τα θεωρεί αυτόνομα ως υπάρξεις που πάνω τους, αφού επέδρασε, άφησε τη σφραγίδα του το κοινωνικό περιβάλλον».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Αλμπι επιστρέφει στο Μπρόντγουεϊ με τις «Τρεις ψηλές γυναίκες». Το 1995 ο Ανδρέας Βουτσινάς σκηνοθετεί τις Ζωή Λάσκαρη, Κατερίνα Μαραγκού και Ελενα Χατζηαργύρη στη μοναδική συνεργασία του με τον γιο του Μάριο Βουτσινά, ο οποίος υπογράφει τα σκηνικά της παράστασης στο Θέατρο Αθηνών. Από μια συγκυρία, τον ερχόμενο Φεβρουάριο θα δούμε στο Από Μηχανής Θέατρο το ανέβασμα του δημοφιλούς έργου από τον Γιώργο Κιμούλη. Στις πολυάριθμες συνεντεύξεις του ο Αλμπι υποστήριζε πως οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τίποτα για τον εαυτό τους. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να γράφουν για τους εαυτούς τους. Οσο για τους φίλους του θεάτρου θεωρούσε πως «θα πρέπει να δοκιμάζουν να βλέπουν έργα για να αντιμετωπίσουν καταστάσεις και ιδέες που έγκεινται πέρα από το πεδίο της προσωπικής τους άνεσης». Για το σύνολο της δουλειάς του διακρίθηκε με αρκετά θεατρικά βραβεία Τόνι και τρία βραβεία Πούλιτζερ.