Δεν είναι βέβαιο ότι η ατμόσφαιρα παρεμβάσεων στη Δικαιοσύνη κάνει καλό στην κυβέρνηση. Είναι κάτι που προκύπτει πολλαπλώς.

Οτι δεν κάνει καλό προκύπτει από το δημοσίευμα στους «Financial Times», το οποίο συνδέει ευθέως την υπόθεση της Τράπεζας Αττικής με τη δικαστική έρευνα εις βάρος της συζύγου του διοικητή της ΤτΕ. Το συγκεκριμένο ρεπορτάζ δημιουργεί πρόβλημα εικόνας αλλά και ουσίας για τους κυβερνώντες, ενώ φιλοξενείται σε μια εφημερίδα που τη διαβάζουν κάθε πρωί όλοι όσοι ανήκουν στη διεθνή ελίτ. Από την άποψη αυτή, δεν είναι τυχαία η πολιτική αποκλιμάκωση του θέματος και η προσπάθεια να οργανωθεί μια τακτική υποχώρηση της κυβέρνησης.

Οτι δεν κάνει καλό προκύπτει επίσης από τα αποτελέσματα στις εκλογές για την ανάδειξη των προϊσταμένων στις εισαγγελίες. Εκεί η προσπάθεια να αποτραπούν συγκεκριμένες υποψηφιότητες έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα. Οι εισαγγελείς που προσήλθαν στις κάλπες ευαισθητοποιήθηκαν και επιβεβαίωσαν την ανεξαρτησία τους. Κάπως έτσι αναζητείται τώρα τρόπος να θεραπευθούν εκ των υστέρων κάποιες μεθοδεύσεις που δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Δηλαδή η κυβέρνηση αναζητεί τρόπο να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα.

Σε μια δημοκρατία, η Δικαιοσύνη δεν είναι πολυεργαλείο για τη διεκπεραίωση διαφόρων σκοπιμοτήτων, αλλά εγγύηση για το κράτος δικαίου. Πόσω μάλλον που στη χώρα μας η θεσμική μνήμη διατηρεί τραυματικές παραστάσεις από την πολυετή περίοδο ώς τη Μεταπολίτευση. Κάτι που ενεργοποιεί υγιή ανακλαστικά.

Το συμπέρασμα είναι ότι δεν είναι αργά να βγει η κυβέρνηση από το άγονο τοπίο των εξωθεσμικών περιπετειών και να πράξει τα δέοντα, ώστε να μπει η χώρα στον δρόμο της εξόδου από την κρίση.