Δεν ήταν η πρώτη φορά στα μέσα του περασμένου Αυγούστου που ολλανδικές εφημερίδες και μίντια έσπευσαν να κυκλοφορήσουν την είδηση για την ανάληψη από Ολλανδό μιας θέσης με ρόλο στα τεκταινόμενα στην Ευρώπη. Αφορμή στάθηκε η τοποθέτηση του Ντένις Μπότμαν ως μόνιμου απεσταλμένου του ΔΝΤ στην Ελλάδα. Εκθεση με την υπογραφή του ολλανδού οικονομολόγου θα κρίνει εν πολλοίς και τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης. Το ενδιαφέρον για τους Ολλανδούς, οι οποίοι βιώνουν την ελληνική κρίση ως βάρος και επιθυμούν διακαώς την επιστροφή του Ταμείου, ήταν σημαντικό.

Ηταν όμως περισσότερο ενδεικτικό των ευρωπαϊκών και ευρύτερα των διεθνών φιλοδοξιών της χώρας, η οποία επισταμένα επιδιώκει θέση επιρροής ή τουλάχιστον ελέγχου σε κρίσιμες εξελίξεις. Πρόσφατο παράδειγμα; Οι επί αρκετούς μήνες διαβουλεύσεις και ασφυκτικές πιέσεις προς κάθε κατεύθυνση της ολλανδικής διπλωματίας για να αποκτήσει η χώρα θέση κράτους μη μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Το φαβορί η Ιταλία συμφώνησε για να αρθεί το αδιέξοδο της ψηφοφορίας του περασμένου Ιουλίου να μοιραστεί τη διετή θητεία με την Ολλανδία, κάτι που έχει να συμβεί από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60.

Αλλά και στην ευρωπαϊκή σκακιέρα οι Ολλανδοί γνωρίζουν καλά ότι είναι δύσκολο να είσαι μικρός σε ένα κλαμπ που κυριαρχείται από μεγάλους. Ιδίως όταν έχει ξεφτίσει στο πέρασμα του χρόνου το πλεονέκτημα του ιδρυτικού μέλους, χωρίς όμως να μειωθεί –τουναντίον μάλιστα –η σημασία του ευρωπαϊκού κλαμπ για την οικονομία της χώρας.

Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι ασφαλώς τυχαία η διαχρονική πρόσδεση της Ολλανδίας στη γραμμή της Γερμανίας, ούτε οι γέφυρες συνεργασίας μεταξύ Χάγης και Βερολίνου. Η τοποθέτηση Ολλανδών στο τιμόνι κρίσιμων ευρωπαϊκών θεσμών και η διείσδυσή τους σε θέσεις – κλειδιά στην Κομισιόν και στους ευρωπαϊκούς οργανισμούς αποτελεί ακόμη ένα όπλο στην προσπάθεια της Χάγης να διασφαλίζει θέσεις επιρροής. Αναμφίβολα, προς την κατεύθυνση αυτή η σχέση της με το Βερολίνο λειτουργεί ευεργετικά, αν όχι καταλυτικά.

Το μπόνους. «Η τοποθέτηση σε θέσεις – κλειδιά αξιωματούχων από τις μεγάλες χώρες θεωρείται φυσική συνέπεια. Ομως για τις μικρές παίρνει τη μορφή μπόνους, ειδικά όταν χαίρουν της εμπιστοσύνης Μέρκελ» παρατηρεί ο πολιτικός αναλυτής Αντριαν Σχάουτ από το ολλανδικό ινστιτούτο διεθνών σχέσεων Κλίχανταελ. Ευθυγραμμισμένη στη διαπίστωση δείχνει να είναι η περίπτωση του Γερούν Ντεϊσελμπλούμ, ο οποίος βρίσκεται για δεύτερη θητεία στο τιμόνι του Eurogroup.

Στην ίδια λογική εμπίπτει ο πρώτος αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Φρανς Τίμερμανς, ο οποίος θεωρήθηκε από την αρχή δεξί χέρι του Γιούνκερ και ανέλαβε να βάλει τάξη στην ατέλειωτη ευρωπαϊκή γραφειοκρατία. Η καλύτερη ίσως θέση για να προτάξει την αρχή «εθνική δράση όπου είναι δυνατόν, ευρωπαϊκή όπου είναι αναγκαίο», που σίγουρα βρίσκει ευήκοα ώτα και στο εσωτερικό της χώρας του.

«Αρκετά πρόσωπα με μεγάλη επιρροή στην ΕΕ είναι Ολλανδοί» υποστηρίζουν οι Αρν Κούπελ και Κέβιν Ζάουντχοφ των συμβουλευτικών εταιρειών FTI και IvCB αντίστοιχα. Κατατάσσουν τον Τίμερμανς ανάμεσα «στους πιο ισχυρούς αξιωματούχους της Κομισιόν» και θεωρούν ότι μαζί με τον Αλεξάντερ Ιταλιάνερ, τον ολλανδό γενικό γραμματέα της Κομισιόν, αποτελούν ισχυρό δίδυμο στους διαδρόμους του Μπερλεμόν. Ο χαμηλών τόνων Ιταλιάνερ, τεχνοκράτης της Κομισιόν εδώ και 30 χρόνια, γνωρίζει σχεδόν όλα τα θέματα. Είναι επικεφαλής των 30.000 υπαλλήλων της Κομισιόν και λαμβάνει –μεταξύ άλλων –μέρος στην εβδομαδιαία συνάντηση των επιτρόπων, των chefs de cabinet, αλλά και στις συνόδους κορυφής.

Η αρχή. Ηταν την εποχή του Φριτς Μπόλκενσταϊν, του ολλανδού επιτρόπου που συνέδεσε το όνομά του με την εσωτερική αγορά υπηρεσιών της ΕΕ, όταν η παρουσία των Ολλανδών άρχισε να αποκτά ισχυρότερη φωνή στις Βρυξέλλες. Είχε, άλλωστε, προηγηθεί η Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία πήρε το όνομά της από μια άγνωστη μέχρι τότε ολλανδική πόλη. Η εξέλιξη, έστω και σημειολογικά, είχε τη σημασία της. Από το 1999 ο αριθμός των Ολλανδών σε υψηλόβαθμα πόστα έχει αυξηθεί σημαντικά, όταν σχεδόν όλες οι παλαιότερες «12» της ΕΕ (εξαιρουμένης της Γερμανίας) είδαν τα ποσοστά τους να πέφτουν. Το κλίμα έχει αλλάξει άρδην σε σύγκριση με παλαιότερες εποχές, όπως του Ζακ Ντελόρ, όταν οι Γάλλοι κυριαρχούσαν ανάμεσα στους παροικούντες τα υψηλά κλιμάκια.

Οι προσλήψεις. «Η ολλανδική κυβέρνηση επιδιώκει να συμβάλει στην τοποθέτηση περισσότερων Ολλανδών σε υψηλές θέσεις στα θεσμικά όργανα της ΕΕ» σημειώνεται σε σχετική ιστοσελίδα του υπουργείου Εξωτερικών, η οποία παρέχει πλήρη ενημέρωση για τις ευκαιρίες απασχόλησης σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς και κατάλληλη προετοιμασία τους διαγωνισμούς – concours.

Στο επίκεντρο της προσπάθειας βρίσκεται η τοποθέτηση Ολλανδών σε κρίσιμες για την πολιτική της χώρας διευθύνσεις: ανταγωνισμού, εμπορίου, ενέργειας, μεταφορών, εσωτερικής αγοράς, αγροτικής πολιτικής και μετανάστευσης τελευταίως. Επικεφαλής της ομάδας της Κομισιόν που παρακολουθεί την εφαρμογή της Συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας είναι ο Ολλανδός Μάρτιν Φερφέι. Γνωστότερος στην Ελλάδα από την προηγούμενή του θέση ως γενικός διευθυντής της υπηρεσίας εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ο Φερφέι θεωρείται στην πατρίδα του ως ο άνθρωπος που έσωσε το ευρώ καθώς πρότασή του οδήγησε το 2010 στη σύσταση του EFSF.

«Οι ανώτατοι αξιωματούχοι και ευρωβουλευτές αντιπροσωπεύουν το γενικό ευρωπαϊκό συμφέρον. Παρ’ όλα αυτά, όσοι βρίσκονται σε υψηλές θέσεις αποτελούν κομμάτια μιας δομής –αποτέλεσμα σκληρών διαπραγματεύσεων μεταξύ των κρατών-μελών και θεωρούνται συχνά άνθρωποι-κλειδιά στους οποίους τα εθνικά και πολιτικά συστήματα μπορούν να απευθυνθούν» επισημαίνεται σε σχετική έκθεση του ινστιτούτου Bruegel.

Στο Ευρωκοινοβούλιο ολλανδοί ευρωβουλευτές βρίσκονται σε θέσεις «ραπορτέρ» επιτροπών με κρίσιμο για την χώρα αντικείμενο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Ολλανδέζα Κάτι Πίρι, η ραπορτέρ για την Τουρκία εν μέσω προσφυγικής κρίσης. Η Αχνες Γιογκέριους ασχολείται ως «ραπορτέρ» με το καυτό θέμα της οδηγίας για την «απόσπαση εργαζομένων», ενώ ο Χέρμπεν Γιαν Χέρμπραντι είναι «ραπορτέρ» για το Dieselgate. Η επιλογή Ολλανδών θεωρείται συχνά πιο «εύπεπτη» πολιτικά λύση από ό,τι η τοποθέτηση ενός Γάλλου ή Γερμανού. Αλλωστε οι Ολλανδοί γνωρίζουν, όπως υπογραμμίζει ο Σχάουτ, «να διαπραγματεύονται, να ακολουθούν κανόνες και να εφαρμόζουν συμφωνίες, αποφεύγοντας τις προστριβές».