Με το τελευταίο κύμα παραβιάσεων του Κράτους Δικαίου εκ μέρους της κυβέρνησης –εμπλοκή στο έργο της Δικαιοσύνης, των ανεξάρτητων Αρχών, της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος –δεν υπάρχει αμφιβολία ότι περάσαμε ακόμα ένα κατώφλι ανοχής. Κι όμως, πολλοί συμπολίτες μας ρωτούν: τι το ιδιαίτερο έχουν αυτές οι παρεμβάσεις και γιατί άραγε, όταν η κοινωνία έχει τόσα άλλα και πιο πιεστικά προβλήματα, τις θεωρείτε τόσο σημαντικές;

Θα προσπαθήσω να απαντήσω όσο πιο απλά γίνεται.

Σε μια Δημοκρατία το Κράτος Δικαίου, δηλαδή η απρόσκοπτη λειτουργία του νόμου, δεν είναι κάτι θεωρητικό. Εξασφαλίζει τόσο την τυπική όσο και την ουσιαστική νομιμοποίηση της εξουσίας: αφενός ο νόμος ψηφίζεται από τους εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού και έτσι διαθέτει το τεκμήριο υλοποίησης της λαϊκής εντολής, αφετέρου εκφράζει τον σεβασμό της ίδιας της εξουσίας απέναντι σε κανόνες γενικής ισχύος, αν και σπάνια γενικής αποδοχής. Χωρίς σεβασμό του νόμου, η Δημοκρατία, που υποτίθεται ότι υπηρετεί τη γενική ευημερία προσφέροντας δυνατότητες και εμποδίζοντας αυθαιρεσίες, όχι μόνο δεν μπορεί να λειτουργήσει –στη ζούγκλα δεν υπάρχει δημοκρατία –αλλά και αυτοϋπονομεύεται.

Ανάμεσα στους κανόνες που εξασφαλίζουν την κυριαρχία του νόμου, κορυφαία θέση κατέχουν οι σχετικοί με τη διάκριση των εξουσιών και τον σεβασμό των αρμοδιοτήτων. Υπάρχει κάποιος λόγος, βαθύς δημοκρατικός λόγος, που το Σύνταγμα και πολλές νομοθετικές διατάξεις κατοχυρώνουν τη μη ανάμειξη της κυβέρνησης στις δικαστικές αποφάσεις και ενέργειες: μια τέτοια ανάμειξη ακυρώνει και την έννοια της Δικαιοσύνης –που εμφανίζεται όχι μόνο με ανοιχτά μάτια αλλά και με ευεπηρέαστα αυτιά –και την εικόνα της κυβέρνησης ως εγγυητή της νομιμότητας. Το ίδιο ισχύει και για τις αρμοδιότητες που δίδονται στις ανεξάρτητες Αρχές, οι οποίες όχι μόνο κατέχουν το τεκμήριο της ειδικής και σε βάθος γνώσης, αλλά και απαλλάσσουν την εκάστοτε εξουσία από την υποψία λήψης τεχνικών αποφάσεων με βάση ασύμβατα πολιτικά, και συχνά μικροπολιτικά κριτήρια. Σε μια καλώς λειτουργούσα Δημοκρατία η εξουσία κανονικά θα έπρεπε να ενθαρρύνει και να ενισχύει οποιαδήποτε Αρχή και θεσμό τής επιτρέπει να εμφανίζεται ότι υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.

Το εντελώς αντίθετο συμβαίνει στη χώρα μας, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Ο συνδυασμός μιας ατέλειωτης κρίσης, μιας νέας και «ριζοσπαστικής» κυβέρνησης και μιας, εκ μέρους της, όψιμης αλλά ταχείας εκμάθησης όλων των «τεχνικών» της εξουσίας έχει εκληφθεί ως προϋπόθεση για έναν πρωτόγνωρο παρεμβατισμό. Ο νόμος είναι νόμος μόνο όταν οι διατάξεις του διευκολύνουν τα κυβερνητικά σχέδια. Οι δικαστές επαινούνται για την ανεξαρτησία τους, αλλά γίνονται ανοιχτά συνομιλητές της εξουσίας, τους δίδονται συμβουλές και παραινέσεις, συχνά και τα ίδια τα κλειδιά της τελικής κρίσης τους. Οι ανεξάρτητες Αρχές μπορούν να λειτουργούν ανεξάρτητα μόνο στον βαθμό που δεν εμποδίζουν κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Οι αρμοδιότητες –ακόμα και αυτές που απονέμονται από το Σύνταγμα –ξεκινούν από τους κατά νόμο αρμοδίους και καταλήγουν σε συνήθως ανομιμοποίητα κυβερνητικά κλιμάκια. Οι κανόνες για την οικονομική και επιχειρηματική δραστηριότητα ισχύουν για όλους, αλλά εξειδικεύονται με προνομιακό τρόπο για ορισμένους και διόλου ουδέτερους.

Ολα αυτά δεν δοκιμάζουν μόνο τα όρια της Δημοκρατίας αλλά και την πίστη των πολιτών στη Δημοκρατία. Τους αφορά στο πετσί τους και γι’ αυτό θα έπρεπε να τους ξεσηκώνει.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος