Το 2004 η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή κέρδισε τις εκλογές καταγγέλλοντας τον Κώστα Σημίτη ως «αρχιερέα της διαπλοκής». Για να εγκαταλείψει την εξουσία πέντε χρόνια αργότερα φορτωμένη με ένα σκάνδαλο επικών διαστάσεων, το Βατοπέδι, μαζί με κάτι κουμπάρους και τη δήλωση ενός κορυφαίου υπουργού της για τη σχέση της νομιμότητας με την ηθική. Η ιστορία σήμερα επαναλαμβάνεται –και δεν έχει καμία σημασία εάν επαναλαμβάνεται ως φάρσα ή τραγωδία. Γιατί η ιστορία εδώ επαναλαμβάνεται ως απαίτηση: την απαίτηση μιας κυβέρνησης να έρχεται στην εξουσία καβάλα στο άρμα των αδιάφθορων για να βουτηχτεί στην ίδια λάσπη με τις προηγούμενες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ βούτηξε στη λάσπη μέσα σε λίγους μήνες. Ηταν η αίσθηση παντοδυναμίας η κινητήριος δύναμη; Ή, αντίθετα, ο φόβος ότι ως κυβερνών κόμμα θα εξελισσόταν σε αυτό που ξόρκιζε από την εποχή που έβλεπε την εξουσία να έρχεται, δηλαδή σε μια αριστερή παρένθεση; Ή μήπως, με την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου να βαραίνει τους ώμους του, ήταν η πεποίθηση πως ο μοναδικός τρόπος για να σωθεί από την κατάρρευση ήταν να ελέγξει πλήρως τα μέσα ενημέρωσης;

Οποια και να είναι η αιτία, το αποτέλεσμα είναι αυτό που περιέγραψε το ΠΑΣΟΚ στην ανακοίνωσή του: μια ΣΥΡΙΖΑ Βank κι ένα ΣΥΡΙΖΑ Channel. Ή, με ιστορικούς όρους, ένας Κοσκωτάς, ο οποίος όμως δεν έσκασε σαν κομήτης στην αγορά, αλλά κατασκευάστηκε από κάποιους κομματικούς εγκεφάλους στο εργαστήριο. Το αποτέλεσμα είναι ένας καναλάρχης Φρανκενστάιν από τον οποίο τώρα οι συριζαίοι προσπαθούν να απαλλαγούν. Θα τα καταφέρουν; Μπορεί. Δεν είναι εύκολο πάντως να σκοτώσεις, χωρίς να σκοτωθείς, το τέρας που εσύ ο ίδιος δημιούργησες.