Οι άνθρωποι που φέρουν ένα γονίδιο το οποίο σχετίζεται ισχυρότερα απ’ όλα με την παχυσαρκία δεν είναι καταδικασμένοι να μείνουν παχύσαρκοι για πάντα, αναφέρει διεθνής ομάδα επιστημόνων.

Αναλύοντας στοιχεία από οκτώ προγενέστερες μελέτες στις οποίες είχαν συμμετάσχει περισσότεροι από 9.500 εθελοντές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι με ή χωρίς το γονίδιο FTO μπορούσαν να αδυνατίσουν εξίσου με τη βοήθεια δίαιτας,γυμναστικής ή/και φαρμάκων αδυνατίσματος.

Αν και πολλά είναι τα γονίδια που πιστεύεται ότι επηρεάζουν το σωματικό βάρος, μία συγκεκριμένη μεταλλαγή του γονιδίου FTO έχει αποδειχθεί πως έχει την πιο ισχυρή συσχέτιση με την αύξηση του σωματικού λίπους.

Η μεταλλαγή αυτή, την οποία ως φαίνεται φέρει το σχεδόν 16% του παγκόσμιου πληθυσμού, αυξάνει κατά 70% τις πιθανότητες που έχει ένα άτομο να γίνει παχύσαρκο.

Ο ακριβής τρόπος δράσης της δεν είναι γνωστός, αλλά πιστεύεται ότι αυξάνει την έμφυτη κλίσηπρος την κατανάλωση πλουσίων σε θερμίδες τροφίμων και μειώνει το αίσθημα κορεσμού της πείνας έπειτα από κάθε γεύμα. Ωστόσο έως τώρα παρέμενε ασαφές εάν υπονομεύει τις προσπάθειες για αδυνάτισμα ή όχι.

«Είναι πλέον τεκμηριωμένο ότι τα γονίδια παίζουν ρόλο στην παχυσαρκία και το FTO ασκεί τη μεγαλύτερη επίδραση από τα γονίδια της παχυσαρκίας», δήλωσε ο επιβλέπων ερευνητής δρ Τζων Μάδερς, καθηγητής Διατροφής του Ανθρώπου στο Πανεπιστήμιο του Νιούκασλ.

«Έτσι λοιπόν θελήσαμε να μάθουμε εάν η ύπαρξη της υψηλού κινδύνου μεταλλαγής του FTO μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στο αδυνάτισμα».

Σε όλες τις μελέτες που εξετάσθηκαν, οι συμμετέχοντες είχαν υποβληθεί σε εξετάσεις για να εξακριβωθεί εάν και πόσες κόπιες (μία ή δύο) του FTO έφεραν, αλλά τα αποτελέσματα δεν είχαν γνωστοποιηθεί στους εθελοντές, οι οποίοι συμμετείχαν σε διάφορα προγράμματα αδυνατίσματος με τη βοήθεια άσκησης, δίαιτας ή/και φαρμάκων.

«Με μεγάλη μας έκπληξη διαπιστώσαμε ότι η ύπαρξη του γονιδίου δεν είχε σημασία για την απώλεια βάρους», είπε ο δρ Μάδερς. «Με ή χωρίς αυτό, ο ρυθμός αδυνατίσματος ήταν παραπλήσιος, γεγονός που υποδηλώνει ότι μπορούν να αδυνατίσουν οι φορείς του. Βέβαια, δεν ξέρουμε αν θα διατηρήσουν μακροπρόθεσμα το νέο βάρος διότι η μεγαλύτερη περίοδος παρακολούθησης στις μελέτες που εξετάσαμε ήταν τρία χρόνια».

Η νέα μελέτη δημοσιεύεται στην Βρετανική Ιατρική Επιθεώρηση.