«Ο Κούμπο και οι δύο χορδές»: Γεννημένος στον Πειραιά, θυμάμαι πολύ καλά τις πρώτες μου κινηματογραφικές προβολές στον κινηματογράφο Σινεάκ που, εκείνα τα χρόνια, με πρωτοβουλία του δήμου, παρουσίαζε μονάχα παιδικές ταινίες σε απογευματινή προβολή. Ταινίες απ’ όλο τον κόσμο, «μικρές» και «μεγάλες», παλιές και πρόσφατες, όλες τους διαφορετικές. Και καθετί που παρουσιαζόταν στη μεγάλη οθόνη άφηνε άναυδους τους ανήλικους θεατές –γιατί, πολύ απλά, σ’ αυτή την ηλικία, η μαγεία ακόμα λειτουργεί.

Φυσικά μεγαλώνοντας, αυτό το δέος μας αποχαιρετά, αφαιρώντας «πόντους» από την παιδικότητά μας, μέχρι το σημείο της απομάγευσης: Ως ενήλικοι θεατές πλέον, μπορούμε να απολαύσουμε το χιούμορ τους, να εκτιμήσουμε την παιδαγωγική τους αξία, ακόμη και να συγκινηθούμε (ιδιαίτερα όταν οι ταινίες αυτές φροντίζουν να υπενθυμίζουν στους συνοδούς των παιδιών την παραπάνω απώλεια –όπως το κάνουν συχνά οι ταινίες της Pixar). Οχι όμως και να μαγευτούμε. Είμαι στην ευχάριστη θέση να σας εξομολογηθώ πως από το πρώτο κιόλας δεκάλεπτο του «Κούμπο» είχα εγκαταλείψει την ασφαλή θέση του ενήλικου κριτή. Η ταινία διαδραματίζεται σ’ ένα απροσδιόριστο χωριό της φεουδαρχικής Ιαπωνίας όπου ο μικρός, μονόφθαλμος Κούμπο περνά τις ώρες του αφηγούμενος ιστορίες μέχρι που ένα φάντασμα από το παρελθόν έρχεται να του στερήσει ό,τι αγαπά. Για να επιβιώσει, πρέπει να βρει τη μαγική πανοπλία που φορούσε ο μακαρίτης πατέρας του, ένας θρυλικός πολεμιστής σαμουράι. Και η αφήγηση της ταινίας, ένα καλοδουλεμένο μείγμα δυτικής γραμμικότητας και ιαπωνικής αφαίρεσης, δείχνει να μη φοβάται τα σκοτεινά σημεία που κάνουν αυτά τα φιλμ τόσο γοητευτικά –ιδιαίτερα στις παιδικές ηλικίες (κάτι που επίσης πολλοί ξεχνούν μεγαλώνοντας). Αλλωστε, όσο πιο έντονο το κοντράστ καλού και κακού, τόσο περισσότερο αγωνιούμε για τη μεγάλη αναμέτρηση που ξέρουμε πως μας περιμένει στο τέλος.

Είναι κρίμα που οι φωνές των Ρέιφ Φάινς, Σαρλίζ Θέρον, Μάθιου ΜακΚόναχι και Ρούνι Μάρα δεν θα ακουστούν στις ελληνικές αίθουσες, μιας και εδώ θα προβληθεί μονάχα η ελληνική μεταγλώττιση (που είναι καλή, αλλά όχι και η καλύτερη δυνατή). Θα ήταν όμως κρίμα να περάσει αυτό το φιλμ απαρατήρητο, ιδιαίτερα σε μια εποχή που, όπως αναφέραμε παραπάνω, η μαγεία απουσιάζει τόσο από τις μεγάλες οθόνες, όσο και από τις μικρές μας ζωές.

Βαθμοί: 8

Σπουδαίο ντοκιμαντέρ

«Νοσταλγώντας το φως»: Η προβολή αυτού του φιλμ στο Φεστιβάλ Βερολίνου του 2010 παραμένει μία από τις καλύτερες της ζωής μου – αλλά, να σας πω την αλήθεια, βλέποντάς το είχα και μια σιγουριά πως κανείς διανομέας δεν θα επιλέξει να το φέρει στη χώρα μας. Χαίρομαι που διαψεύσθηκα, έστω και με έξι χρόνια καθυστέρηση: το σπουδαίο αυτό ντοκιμαντέρ του Πατρίτσιο Γκουσμάν ξεκινά από την έρημο Ατακάμα της Χιλής (ο μυστικισμός έχει μια ξεχωριστή θέση στη χιλιανή ψυχή), σε τρεις χιλιάδες πόδια υψόμετρο, όπου αστρονόμοι από όλον τον κόσμο συγκεντρώνονται για να παρατηρήσουν τα αστέρια. Ο – εκστατικά φωτογραφισμένος – ουρανός της ερήμου είναι τόσο διαφανής ώστε τους επιτρέπει να βλέπουν τα όρια του Σύμπαντος. Πρόκειται, επίσης, για ένα μέρος όπου η σκληρή θερμότητα του Ηλιου «πέφτει» πάνω στην ανθρώπινη υπόσταση, η οποία παραμένει άθικτη: στις μούμιες, στους ανθρακωρύχους και στους εξερευνητές, αλλά και στα ερείπια των πολιτικών κρατουμένων της δικτατορίας. Διάβασα από κάπου πως το φιλμ αποτελεί και μια προτροπή για την προστασία της μνήμης. Δεν συμφωνώ καθώς αισθάνομαι πως, για τον Γκουσμάν, το παρελθόν δεν είναι κάτι που αφήνουμε πίσω μας (και έτσι, δεν χρήζει προστασίας) αλλά, αντιθέτως, βρίσκεται διαρκώς ενώπιόν μας, μιας και, στην πραγματικότητα, η μνήμη είναι αιώνια.

Βαθμοί: 8

Χαμένη ευκαιρία

«Blair Witch: Η επιστροφή»: Δεκαεπτά χρόνια έχουν περάσει από το πρώτο, βαθιά επιδραστικό φιλμ των Ντάνιελ Μίρικ και Εντουάρντο Σάντσεζ και οι ταινίες τύπου found footage έχουν κατακλύσει τη φιλμογραφία του τρόμου – ελάχιστες όμως είναι πραγματικά αποτελεσματικές. Και τούτο εδώ το σίκουελ επαναλαμβάνει απλά τις συνταγές του πρώτου φιλμ, δίχως καμία διάθεση πρωτοτυπίας ή επανανάγνωσής τους. Αλλη μία χαμένη ευκαιρία για το σινεμά του φανταστικού.

Βαθμοί: 2

Αντιπολεμική σάτιρα

«Σκυλιά του πολέμου»: Μια αληθινή ιστορία: το 2007 και κατά τη διάρκεια του Πολέμου στο Ιράκ, δύο εικοσάχρονοι Αμερικανοί εκμεταλλεύτηκαν ένα νομικό παραθυράκι και έκλεισαν μια συµφωνία 300 εκατοµµυρίων δολαρίων για εξοπλιστικά συστήµατα του αμερικανικού στρατού – και κάπου εκεί το όνειρό τους για μια καλύτερη ζωή κατέρρευσε. Ο Τοντ Φίλιπς του «Hangover» επιχειρεί να την αφηγηθεί δίχως χοντράδες (οι φαρσικές υπερβολές είναι λίγες), υπερτονίζοντας τις όποιες ειρωνικές σημάνσεις που, όπως αντιλαμβάνεστε, προκύπτουν με το ξεκίνημα. Χρειαζόταν όμως μια μεγαλύτερη σεναριακή τόλμη ούτως ώστε να αγγίξει τούτη εδώ η σάτιρα τον αναρχικό τόνο που ευαγγελίζεται.

Βαθμοί: 5

Κρίμα για τους σταρ

«Και οι επτά ήταν υπέροχοι»: Το πρόβλημα με τούτο εδώ το ριμέικ τού συνήθως καλού Αντουάν Φουκουά δεν είναι ούτε το νέο κάστινγκ (διαφυλετικό – όπως ορίζουν οι επιταγές της πολιτικής ορθότητας που το Χόλιγουντ έχει φροντίσει να εργαλειοποιήσει ούτως ώστε να δικαιολογεί παραγωγές σαν κι αυτή) ούτε το αυστηρά ηρωικό του πνεύμα. Γιατί τίποτα δεν απομένει από τη μεγαλειώδη Αγρια Δύση όπως τη γνωρίσαμε στις σπουδαίες ταινίες του είδους, σ’ αυτό το κυνικά στυλιζαρισμένο και άκρως υπολογισμένο προϊόν. Κρίμα για τους Ντένζελ Ουάσιγκτον, Ιθαν Χοκ και Κρις Πρατ – μπορούν και καλύτερα.

Βαθμοί: 3

Στα γρήγορα

Στο γαλλικό «Μαθήματα ζωής», μια καθηγήτρια Ιστορίας της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης παροτρύνει τους μαθητές της να συμμετάσχουν σε έναν διεθνή διαγωνισμό με θέμα τι σημαίνει να είσαι έφηβος σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο διδακτικός τόνος δεν απουσιάζει, ούτε οι συναισθηματικές ευκολίες που δεν μεταφράζονται κινηματογραφικά, αλλά μόνο εννοιολογικά. Και αυτό δεν αρκεί – όσο κι αν το τελικό αποτέλεσμα διαθέτει ρυθμό και καλές ομολογουμένως ερμηνείες (Βαθμοί: 5). Στο «Πελέ, η ιστορία ενός θρύλου» τα πρώτα χρόνια δράσης του σπουδαίου ποδοσφαιριστή (που εμφανίζεται προς το τέλος) αποτελούν μονάχα την αφορμή για ένα τηλεοπτικών προδιαγραφών δράμα που κατακερματίζει τους φιλμογραφημένους αγώνες με ένα κοφτό μοντάζ το οποίο αφαιρεί όλο το σασπένς (Βαθμοί: 3), ενώ στην τρυφερή «Καρδιά του σκύλου» η Λόρι Αντερσον ξεκινά από το αγαπημένο της τεριέ για να στήσει ένα άκρως τρυφερό αφήγημα πάνω στη ζωή και την παιδική μνήμη – δύσκολο, αλλά αξίζει (Βαθμοί: 8).