Οσο και να προσπαθούμε εμείς, οι επαγγελματίες της γραφής, να αποφύγουμε τα κλισέ είναι πολύ δύσκολο να αναφερθώ στο έγκλημα της Μαρφίν –η δίκη ξανάρχισε αυτές τις μέρες –χωρίς να καταφύγω στην περίφημη φράση του Ταλλεϋράνδου: «Ηταν χειρότερο από έγκλημα, ήταν λάθος». Η λάθος φαντασίωση της αντημνομονιακής τυφλής οργής που νομίζει ότι παίρνει εκδίκηση από το οικονομικό κατεστημένο καίγοντας τα σύμβολά του. Οταν ένα αλαλάζον πλήθος παραχαράζει ακόμη και τις ημερομηνίες της Ιστορίας προκειμένου να του βγει το σύνθημα («ψωμί, παιδεία, ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το ’73» ενώ η Μεταπολίτευση έγινε το ’74) και συμβολοποιεί ανθρώπους ανάλογα με το επάγγελμά τους ο φόνος έχει ήδη συντελεστεί. Η τυπική τέλεσή του είναι θέμα τύχης.

Οταν όμως το λάθος συνεχίζει επαναλαμβανόμενο, δεν είναι πια λάθος, είναι απόφαση. Η συνέχιση της λάθος φαντασίωσης συνέφερε πολλούς. Κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ που, έστω και ακούσια, εκταμίευσε στις κάλπες τη διαστρεβλωμένη οργή εναντίον συμβόλων και στημένων συμβολοποιήσεων αλλά συγχρόνως αποταμίευσε για το πολιτικό του μέλλον τη μοιραία εκτόνωσή της (ύστερα από πέντε χρόνια στα κιγκλιδώματα, κάθεσαι πάνω στο κάγκελο και ούτε που το καταλαβαίνεις). Ετσι, οι δολοφονίες της Μαρφίν είναι κάτι παραπάνω από μια ανοιχτή πληγή. Είναι ένα εγκληματικό λάθος διαρκείας, αφού ακόμη και μέχρι πέρυσι στο δημοψήφισμα αλληλέγγυος ακτιβιστής ονόμαζε τους τραπεζικούς υπαλλήλους «τα κτήνη με τις γραβάτες». Και έχω την εντύπωση ότι με κάποιον τρόπο θα κουκουλωθεί από τη συλλογική συνείδηση μιας μεγάλης πλειοψηφίας. Η Αγγελική, η Παρασκευή και ο Νώντας θα είναι πάντα οι «βολικοί» νεκροί μιας ξεβολεμένης κοινωνίας.