Χθες ο Κουρουμπλής ανακάλυψε (για τρίτη ή τέταρτη φορά τους τελευταίους 18 μήνες) ότι «υπάρχει οργανωμένη προσπάθεια να πέσει η κυβέρνηση».

Η πιο προφανής απάντηση είναι: και λοιπόν;

Κανείς από τους τρεις τελευταίους κοινοβουλευτικούς πρωθυπουργούς (ούτε ο Καραμανλής, ούτε ο Παπανδρέου, ούτε ο Σαμαράς) δεν ολοκλήρωσε τη θητεία του. Δεν το κάναμε θέμα.

Ο ίδιος ο Κουρουμπλής το προσπάθησε δύο φορές: την πρώτη όταν καταψήφισε την κυβέρνηση Παπανδρέου παρότι ήταν βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, τη δεύτερη όταν συνέπραξε στη μη εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ως βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.

Την πρώτη απέτυχε να ρίξει την κυβέρνηση. Τη δεύτερη το πέτυχε. Τώρα το προσπαθούν κάποιοι άλλοι.

Είναι αλήθεια ότι ο Κουρουμπλής ουδέποτε κατάφερε να γίνει κάτι όσο βρισκόταν στο ΠΑΣΟΚ και τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ τον έκανε επιτέλους υπουργό δεν θέλει να φύγει. Θυμήθηκε την «πολιτική σταθερότητα» μαζί με τον Τσίπρα.

Λογικό κι ανθρώπινο. Αλλά σίγουρα δεν αποτελεί σοβαρό κριτήριο αξιολόγησης.

Υποθέτω ότι μερικά εκατομμύρια Ελλήνων θα συμβιβαστούν εύκολα με την ιδέα να μην ξαναδούν υπουργό τον Κουρουμπλή και τους περισσότερους συναδέλφους του.

Διότι το ουσιαστικό ζήτημα τελικά δεν είναι το υπουργείο του κάθε Κουρουμπλή αλλά εκείνο που θέτει ωμά ο Μητσοτάκης: τι έχει μεγαλύτερο κόστος για τη χώρα; Η παραμονή της κυβέρνησης στην εξουσία ή η απομάκρυνσή της;

Εχω την αίσθηση ότι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα γίνεται όλο και σαφέστερη, όλο και πιο πλειοψηφική. Μπορεί να μη συμφωνεί ο Κουρουμπλής ή ο Σπίρτζης αλλά η ετυμηγορία δεν είναι στο χέρι τους.

Διότι μια κυβέρνηση πέφτει όχι όταν φωνάζουν δυο, τρεις καναλάρχες που δεν πήραν άδεια ή όταν διαμαρτύρονται πέντε κοινωνικές ομάδες που θεωρούν ότι αδικούνται αλλά όταν ο μέσος πολίτης αντιλαμβάνεται ότι του κοστίζει πολύ χωρίς να τον ωφελεί σε τίποτα.

Το πρόβλημα λοιπόν της κυβέρνησης δεν είναι ούτε η αντιπολίτευση, ούτε τα συμφέροντα, ούτε τα κανάλια. Δεν είναι καμία «οργανωμένη προσπάθεια».

Είναι ένα απλό θέμα κόστους. Είναι η καθημερινή αίσθηση των ανθρώπων ότι τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο χωρίς καμία προοπτική να πάνε καλύτερα.

Ποιος σοβαρός άνθρωπος πιστεύει ότι υπάρχει ενδεχόμενο οιασδήποτε βελτίωσης οιουδήποτε πράγματος σε δώδεκα μήνες, ας πούμε, από σήμερα; Ποιος μπορεί να ελπίζει στο παραμικρό;

Αυτή η αίσθηση δεν αντικρούεται εύκολα με χρησιμοποιημένα φούμαρα. Και οδηγεί σε ένα μάλλον αναπόφευκτο αποτέλεσμα.

Την «οργανωμένη προσπάθεια» των ψηφοφόρων να τους μαυρίσουν με την ψυχή τους –για να δανειστώ την ορολογία του Κουρουμπλή.