Γιατί στη Δράμα; Μα, εδώ χτυπά η καρδιά του ελληνικού σινεμά. Ναι, ξέρω, κάθε χρόνο έχουμε τα παράπονά μας, παράπονα που τις περισσότερες φορές είναι απολύτως δικαιολογημένα. Η οργάνωση δεν κρύβει ποτέ καμιά έκπληξη (κάθε χρόνο όλα είναι στημένα με την ίδια λίγο-πολύ λογική), η λογική βάσει της οποίας κάποιες ταινίες κάνουν το πέρασμα στο διαγωνιστικό τμήμα, και κάποιες άλλες όχι, παραμένει αδιευκρίνιστη (τρανό παράδειγμα ο περσινός «Ικαρος» του Γιώργου Φουρτούνη που κόπηκε στη Δράμα και κέρδισε βραβείο σκηνοθεσίας στις Νύχτες Πρεμιέρας), ενώ ακόμα και οι αφίσες του μοιάζουν στημένες δεκαπέντε χρόνια πριν (τουλάχιστον). Ε, όλα αυτά, τα ξεχνάμε με το που φτάνουμε στη Δράμα. Γιατί οι συνεχείς προβολές μάς παραθέτουν έναν εξαιρετικά κατατοπιστικό χάρτη της εξέλιξης του ελληνικού σινεμά, γιατί οι ζυμώσεις με το κοινό και τους δημιουργούς είναι συνεχείς, γιατί τα βράδια στο «Φίκα» θα ακούσουμε τις καλύτερες μουσικές της χρονιάς (σοβαρολογώ –δεν υπάρχει τέτοιο μπαρ στην Αθήνα) και, πάνω απ’ όλα, επειδή όλη αυτή η γιορτή δίνει την ψευδαίσθηση της κίνησης, της εξέλιξης, τέλος πάντων ενός ζωντανού οργανισμού. Κάτι που δεν ισχύει ακριβώς.

Πρώτο πρόβλημα: οι κακές ερμηνείες. Εννέα στις δέκα φορές, οι ταινίες συντρίβονται από ηθοποιούς που αδυνατούν να σηκώσουν το βάρος μιας κινηματογραφικής ερμηνείας και εμείς πρέπει να ανεχθούμε τη θεατρική τους εκφορά, όπου κάθε συλλαβή έχει το ίδιο «χρώμα» κι εκείνοι καμαρώνουν που έχουν «λιώσει» μέσα τους το κείμενο. Θα μου πείτε, έτσι τους διδάσκουν στις θεατρικές σχολές και αυτές τις διδαχές επαναλαμβάνουν. Ελα όμως που το κινηματογραφικό παίξιμο είναι μια εντελώς διαφορετική συνθήκη. Δεύτερο πρόβλημα: η σύγκρουση των μέσων και της φιλοδοξίας. Αντιλαμβάνομαι απολύτως το δεύτερο, ειδικά όταν μιλάμε για πρώτες ταινίες. Υπάρχουν όμως στιγμές όπου καλές ιδέες καταστρέφονται από φιλοδοξίες που αδυνατούν να υποστηριχτούν τεχνικά –και σημειολογικά. Τρίτο πρόβλημα: τα ίδια και τα ίδια θέματα. Τραυματισμένες σχέσεις, έρωτες μαραζωμένοι, πασπαλισμένοι με λίγη οικονομική κρίση –μπας και πάρουμε κάτι ρε παιδιά. Αντε να δούμε πού θα δοθούν τα βραβεία.

ΣΚΗΝΕΣ ΠΡΟΚΑΤ. Θα μου πεις, τι να κάνεις με τους σκηνοθέτες που προσπαθούν να αφηγηθούν όσο πιο «στρωτά» γίνεται μια «κανονική» ιστορία, μπας και βρουν κάνα χρηματοδότη οι άνθρωποι να κάνουν σινεμά; Οχι πολλά, είναι η αλήθεια. Η «Λούση» του Σταμάτη Γιαννούλη, ας πούμε (η τρυφερή ιστορία ενός ηλικιωμένου ζεύγους που χάνει το σκυλάκι του), αρχίζει με κάποιο ενδιαφέρον, αλλά γρήγορα κεντράρει σε μια εντελώς γλυκανάλατη μπαναλιτέ. Το ασπρόμαυρο «3000» του Αντώνη Τσώνη κουβαλά κάποιες εμβληματικές εικόνες, όντας ασπρόμαυρο και –ελαφρώς, δυστυχώς –απεγνωσμένο, αλλά τι να το κάνεις όταν βλέπεις ένα ζευγάρι να ερωτοτροπεί στο πιο ακατάλληλο μέρος επειδή το πλάνο είναι ωραίο. Την ίδια στιγμή, ο Μιχάλης Φελάνης στο «Phantom Limb» μεταγράφει, όχι με ιδιαίτερη επιτυχία, σκηνές προκάτ από άλλα φιλμ αναζητώντας μια κινηματογραφική αφήγηση που οι ηθοποιοί κατακερματίζουν με τις αφόρητα θεατρικές ερμηνείες τους, ενώ στο «Odette» του Ευθύμη Kosemund Σανίδη έχουμε την αποθέωση της πόζας για την πόζα, σε μια ταινία που δεν διαθέτει τίποτε άλλο εκτός από μια κάποια «απροσδιόριστη» ατμόσφαιρα (ξέρετε μωρέ, το λένε και weird). Μόνο που δεν δίνω δεκάρα για το κούτελο ή το πίσω μέρος του κεφαλιού μιας απαθούς ηρωίδας, αν δεν προκύπτει ένα κάποιο αφήγημα. Τουλάχιστον με το «Lily» του Πάρη Γρηγοράκη (ο πόθος μιας μεσήλικης «αρχόντισσας» για έναν νεαρό άνδρα, κωμικά πνιγμένος στην καλλιέπεια) γελάσαμε και λίγο. Το ίδιο συνέβη και στο «The Fly I Swatted» της Εσμεράλδας Μομφερράτου –αλλά αυτή τη φορά υπεύθυνα ήταν τα φραγκοχιώτικα αγγλικά των πρωταγωνιστών (που ανάθεμά με αν κατάλαβα γιατί θα έπρεπε να ομιλούν την αγγλική εξ αρχής).

ΕΜΠΝΕΥΣΕΙΣ. Από την άλλη, εξ αρχής δηλώνω πως άνετα έδινα ένα βραβείο στην «Κιναισθησία» του Αλφρέντο Πετσουάν, ένα εξαίσιο ασπρόμαυρο μοντάζ φωτογραφιών, με voice over, όπου ο λατινοαμερικανικής προέλευσης λυρισμός (με όλη αυτή τη χωματένια διάσταση που τον χαρακτηρίζει) αποτελεί και το κάτοπτρό μας –μέσω του οποίου παρακολουθούμε μια Αθήνα που σπάνια κινηματογραφείται. Επίσης, ποιος δεν θα βράβευε την Ιωάννα Τρικενέ, υπέροχη ως «Μάγδα» στην ομώνυμη ταινία του Δημήτρη Ζούρα που προσεγγίζει τη σεξουαλικώς καταπιεσμένη ηρωίδα του με σπαρακτική –γι’ αυτό και τόσο εξωστρεφή –τρυφερότητα σε μια από τις κορυφαίες στιγμές της διοργάνωσης. Τα «Γενέθλια» του Δημήτρη Κατσιμίρη θαρρείς πως αξίζουν μονάχα για τις καλές τους προθέσεις –απογειώνονται όμως εντυπωσιακά και αφήνουν πολλές υποσχέσεις για το σκηνοθετικό του μέλλον. Επίσης, η σουρεαλιστική αιχμή του φιλμ «Το μάτι και το φρύδι» του Κωστή Χαραμουντάνη πασχίζει κάπως να διαχειριστεί τις επιρροές της, αλλά είναι φρέσκια και ανατρεπτική. Τέλος, το «The Story of Edward Healing» του Μάνου Γερογιάννη είναι και τρυφερό, και καλοερμηνευμένο, και εμπνευσμένο. Μόνο που μας περιμένουν ακόμη πολλά φιλμ –και οι βραβεύσεις τους.