Μαθήτευσε κοντά στον Ανδρέα Κάλβο. Τα κείμενά του για ένα διάστημα τα διόρθωνε αυτοπροσώπως ο κόντε Διονύσιος Σολωμός. Ο λόρδος Μπάιρον, όποτε τον συναντούσε, αστειευόταν μαζί του. Με τον ιερωμένο όμως δάσκαλό του, ονόματι Νεόφυτο Βάμβα, διατηρούσε μια σχέση κάθε άλλο παρά υποδειγματική. Πίστευε δε ακράδαντα ότι «με το όνομα “Μυθολογία” εννοούμε τη Θεολογία των προγόνων μας. Με το όνομα “Θεολογία”, οι απόγονοί μας θέλει εννοούν τη Μυθολογία την εδική μας». Πείσμων ανορθόγραφος. Φαίνεται να φρονούσε άλλωστε ότι η ζωή στο σύνολό της, όπως ήθελε να την επιβάλει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αποτελούσε η ίδια τη μεγαλύτερη όλων των ανορθογραφιών. Εβλεπε σχεδόν παντού επτασύλλαβους και τετράστιχα. Σύμφωνα με την ισχυρή και ηχηρή γνώμη του οι ενδεκασύλλαβοι και μόνο αυτοί συνιστούσαν το ενδεδειγμένο, ανώτατο όριο της ποσοτικής σύνθεσης του ημέτερου στίχου. Διατύπωσε με ιδιάζουσα αποφασιστικότητα την άποψη ότι «η συλλαβές εις τους στίχους μετρώνται διαφορετικά απ’ ό,τι μετρώνται εις το πεζόν. Εις το πεζόν η συλλαβές μετρώνται με τα δάχτυλα, εις τους στίχους μετρώνται με το αυτί […] τ’ αυτί μαζόνει κάθε φορά τα φωνήεντα τα μη χωριζόμενα από σύμφωνο, και περνάει με μία απάνουθέ τους σαν απάνουθε από μίαν συλλαβήν μόνην […] μέγιστος κανόνας για το μέτρημα των στιχικών συλλαβών είναι να ρωτιέται πάντα το αυτί. Εννοώ το αυτί του έθνους· όχι του λογιότατου. Ο λογιότατος δεν είναι συνεθνήτης μας».
Κήρυκας ριζικών αποδομήσεων, εν μέρει αρχαιογνώστης, εν μέρει οχλολοίδορος, «φιλοσκάνδαλος, φιλοτάραχος και ταραχοποιός», είρων ευρέος φάσματος, συνειδητός χρήστης της ακραίας σάτιρας, χωρίς όμως να απεμπολεί την ίδια στιγμή το καλό γούστο, εξαιρετικά επιτήδειος καλλιγράφος και άψογος μιμητής έτερων καλλιγράφων, κατά βάση καλόκαρδος, δεν δίστασε να έρθει σε πολυμετωπική σύγκρουση με το καλώς οργανωμένο κατεστημένο της εποχής του. Η ρήξη του ιδίως με την Εκκλησία υπήρξε παροιμιώδης. Εννοώ βεβαίως τον ακραιφνή δημοτικιστή του «λαγαρού στίχου» και της ασίγαστης, αφτιασίδωτης αυτοβιογραφίας Ανδρέα Λασκαράτο (1811 – 1901).
Στην ηλικία των τριάντα πέντε ετών, όντας δεδηλωμένος άοκνος υπηρέτης των γραμμάτων, δεν παρέλειψε να ταξιδέψει στο Μεσολόγγι, στην Πάτρα, στην Αθήνα, στη Σύρο και στην Κρήτη για να συλλέξει επιτόπου ποιητικά ρήματα του Αγνώστου. Οι συνολικοί καρποί αυτής ακριβώς της δραστηριότητάς του και μάλιστα η νουνεχής σύνταξη χειρόγραφης συλλογής παρέμεναν στην αφάνεια. Δεν υφίσταται πουθενά σχετική νύξη. Ούτε άλλωστε στην «Αυτοβιογραφία» του. Η συναφής ενδελεχής έρευνα του οτρηρού ομότιμου καθηγητή Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννη Παπακώστα αποκαλύπτει και ταυτοποιεί επιτέλους σήμερα, με αδιάσειστα μάλιστα επιχειρήματα, τον δαιμόνιο κεφαλλήνα ερανιστή. Κι όπως επισημαίνεται στην άκρως διαφωτιστική εισαγωγή του παρόντος έργου από τον ρηξικέλευθο, βραβευμένο ποιητή Παντελή Μπουκάλα, «αν ήμασταν προικισμένοι με λίγη από τη φαντασία του Λασκαράτου και, ταξιδεύοντας ανάποδα στον χρόνο (ο ίδιος είχε ταξιδέψει στον Δία, σε τερπνό διήγημά του, στρατευμένο και αυτό στον πόλεμό του κατά της θρησκοληψίας), επιστρέφαμε στο 1842 και τον βοηθούσαμε να εκτυπώσει στην Αθήνα ή στην Κέρκυρα τα τραγούδια τα “μαζευμένα από τους τραγουδιστάδες”, θα κρατούσαμε στα χέρια μας την πρώτη συλλογή δημοτικών συγκροτημένη από Ελληνα και, επιπλέον, δημοσιευμένη στην Ελλάδα».
Είναι η κρίσιμη περίοδος κατά την οποία συνεχίζεται μεθοδικά η θεμελίωση της νέας, της απελεύθερης δηλαδή λογοτεχνικής μας σκηνής. Την ίδια χρονιά πεθαίνει ο Σταντάλ, γεννιέται ο Στεφάν Μαλαρμέ, ο Πιοτρ Κροπότκιν και ο Πολ Λαφάργκ, ενώ ο Σολωμός είναι ήδη σαράντα τεσσάρων ετών. Τότε κυκλοφορούν, μεταξύ άλλων, η «Φιλοσοφία της Μυθολογίας» του Φρίντριχ Βίλχελμ Γιόζεφ Σέλινγκ, «Η μάσκα του κόκκινου θανάτου» του Εντγκαρ Αλαν Πόε και οι «Νεκρές ψυχές» του Γκόγκολ. Το καθαρογραμμένο, χειροποίητο εκείνο βιβλίο με τα αποτυπωμένα τραγούδια αποδεικνύει το έμπρακτο ενδιαφέρον του Ανδρέα Λασκαράτου να συμβάλει και αυτός αποφασιστικά στη διάσωση του εθνικού γλωσσικού μας πλούτου. Εμπνεόμενος προφανώς από το πασίγνωστο σολωμικό πρόταγμα, ήτοι της καταγραφής όσο το δυνατόν περισσότερων αισθητικών δεδομένων στο ευρύτερο πλαίσιο του δημώδους άσματος, δρα ως ικανότατος και άλλο τόσο ως ακαταπόνητος αποθησαυριστής. Η πρόνοιά του συνιστά ασφαλώς αμάχητο τεκμήριο ήθους. Για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής απομονώνω τα εξής χαρακτηριστικά δείγματα της καθ’ όλα παραγωγικής πύκνωσης, την οποία κατόρθωσαν οι άσημοι εκείνοι πλην λίαν ευρηματικοί, διεξοδικοί συμπατριώτες μας: «Θαυμάζομαι την κλίνη σου / πώς δεν ανθούν τα ξύλα, / να κάμουν άνθη και καρπούς / και μυρισμένα φύλλα» ή «Αλλη φορά ήμουν άγγελος, / τώρ’ αγγελίζουν άλλοι. / Στη βρύση πόπινα νερό, / τώρα το πίνουν άλλοι». Ως επίσης: «Και του ποντικού μετάνοια / και τση γάτας προσκυνώ» και «Οπού αγαπάει γνωρίζεται /οχ την περπατησιά του. / Αλλού πατεί, αλλού βρίσκεται / κι αλλού είν’ το νόημά του».
Ανδρέας Λασκαράτος
Δημοτικά τραγουδάκια εθνικά μαζευμένα από τους τραγουδιστάδες
εις το Ληξούρι (Κεφαλληνία – Επαρχία Πάλης)
Εκδοτική επιμέλεια – εισαγωγικά κείμενα: Γιάννης Παπακώστας – Παντελής Μπουκάλας
Εκδ. Αγρα 2016
Σελ. 224
Τιμή: 15,50 ευρώ