Κάθε δημιουργός έχει τη χάρη του. Ποιητής Ή φωτογράφος. Και όταν η χάρη του ενός συμπέσει με τη χάρη του άλλου δημιουργείται μια εκλεκτική συγγένεια με αξιοθαύμαστα αποτελέσματα. Μιλάμε για τη φωτογραφία του καρδιοχειρουργού Σωτήρη Πράπα, την τραβηγμένη στη μόνιμη υπαίθρια φωτογραφική έκθεση των βαρβαροτήτων της εποχής του ναζισμού, που βρίσκεται στα θεμέλια του βομβαρδισμένου κτιρίου της Γκεστάπο στο Βερολίνο, και για το ευρηματικό, απογειωτικό κείμενο του ποιητή Γιώργου Ψάλτη

Ξαφνιάστηκα που με είδα. Αναρωτιέμαι τι θα φαντάζονται αυτοί που τη βλέπουν. Πλάτη φαίνομαι, και τα μαλλιά μου δεν είναι πια πορτοκαλί, μια φάση ήταν κι αυτή, πέρασε, κι ο σκούφος ήταν δανεικός, κανείς δεν θα με αναγνωρίσει. Τι να νομίζουν; Oτι διαβάζω τη λεζάντα; Iσως ότι ασχολούμαι με το κινητό μου. Ή ότι στρίβω τσιγάρο. Η φωτογραφία δεν περιλαμβάνει το επόμενο καρέ της.

Ψαγμένο άτομο με μακριά μαλλιά και σκούφο με φλόγες που στέκεται μπροστά σε φωτογραφία με Ναζί. Αυτό ήθελε να δείξει ο φωτογράφος. Eβγαλε πολλές. Δεν ήθελε να φαίνεται το πρόσωπό μου, πώς ένιωθα. Ούτε καν αν είμαι άνδρας ή γυναίκα. Ούτε η γνώμη μου για τους Ναζί. Τι να καταλάβουν από έναν σκούφο; Αφού δεν με ρώτησε, πώς να ξέρει τις πεποιθήσεις μου; Ακόμα κι αν του τις έλεγα, λεζάντα να τις έβαζε, τι σημασία έχουν; Οι φωτογραφίες μένουν, όχι τα κείμενα που τις συνοδεύουν. Ισως όσοι τη βλέπουν νομίζουν ότι δεν έχω ιδέα από πολιτική. Οτι πιστεύω ότι η Ιστορία άρχισε σήμερα το πρωί. Κι ότι η ελευθερία είναι αυτονόητη.

Εγώ µπροστά στην αυτοκινητοποµπή και στο πλήθος που τη χαιρετάει.

Τι θα κάνω μετά; Θα πάω για καφέ; Θα ψάξω να βρω για τους Ναζί; Για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Για τον Βάγκνερ; Μήπως είμαι απόγονος αυτού που έβγαλε την ασπρόμαυρη φωτογραφία που έχω μπροστά μου στην έκθεση; Τι θα σκέφτονται οι θεατές για μένα; Διότι εγώ είμαι η φωτογραφία, άλλα θα σήμαινε αν έμοιαζα αλλιώς πλάτη.

Γενικά είναι σπουδαίο ότι έχουμε πια εικόνες. Οτι έχουμε φωτογραφίες από τα κρεματόρια. Αν δεν είχα δει, αν δεν υπήρχαν, ίσως δεν είχα την ίδια ακριβώς γνώμη που έχω τώρα για τον Χίτλερ. Πολλαπλασιάζεται η φρίκη όταν έχεις ντοκουμέντα.

Και τι; Ελπίζω στην ειρήνη; Ολοι οι πόλεμοι θα μπορούσε να μην έχουν γίνει. Σε μια στιγμή κι επειδή έτσι συνέφερε, έδωσε εντολή κάποιος βασιλιάς, στρατηγός ή όποιοι. Μια στιγμή είναι μία φωτογραφία. Τι έκανα πριν, τι έκανα μετά, είναι καταργημένα. Θα μπορούσε ο φωτογράφος να είχε διαλέξει άλλη από τις φωτογραφίες που έβγαλε. Προφανώς, αυτή τον ενδιέφερε.

Θα μπορούσε να την είχε σκηνοθετήσει. Να μου είχε υποδείξει πώς να στέκομαι για να πετύχει το καρέ που ήθελε. Τα σύμβολα τον ενδιέφεραν. Οι αγκυλωτοί σταυροί και οι χιτλερικοί χαιρετισμοί και το παλτό με τα μαλλιά κι ο σκούφος μου. Συγκεκριμένες έννοιες. Ολα μαζί με τον τούβλινο τοίχο με λίγο τσιμέντο και τα ξύλα του κτίσματος και την άκρη μιας άλλης φωτογραφίας συνθέτουν κάποιο προβληματισμό του. Προτείνει μια σύλληψη στους θεατές. Κάτι για σκέψη.

Ποιος ξέρει; Ισως αυτή η φωτογραφία είναι παραγγελία. Ομως, σε μια στιγμή την έβγαλε ο φωτογράφος και σε μια στιγμή τη διάλεξε. Ή, σε μια ακολουθία μερικών. Σκόρπιων ή ενιαίων. Εξαρτάται από τη γαλήνη του. Από τη δεξιότητά του να θυσιάζει για να επιβεβαιώνει ότι έχει. Ενα αρνί γίνεται κάτι άλλο αν το έχει στους ώμους του ο Ισαάκ όταν ανεβαίνει σ’ ένα βουνό με τον Αβραάμ.

Ηταν υποχρεωμένος ο φωτογράφος να περιλάβει στο καρέ του την άκρη της πάνω κι αριστερά φωτογραφίας. Με τη λεζάντα της. Ποτέ δεν τις θυμάμαι. Σίγουρα μπαίνουν στη μνήμη μου και μπλέκονται με τις άλλες μνήμες. Ομως ξεχνάω κάθε λέξη. Κι ας επηρεάζουν όλες τον τρόπο που βλέπω τις εικόνες. Και πώς τις θυμάμαι.

Οι λεζάντες δημιουργούν ντοκουμέντα. Ορίζουν τους Ναζί και τα πλήθη. Αλλιώς, οι στιγμές παραμένουν παρελθόν που ήρθε στο παρόν. Φωτογραφίες που κάποια στιγμή κάποιος πήρε. Αγνώστων που χαμογελάνε, κοιτάνε, πονάνε ή απορούν. Ετσι μοιάζουμε όλοι σε μια φωτογραφία που ίσως βρεθεί σε ένα συρτάρι. Μεταφερόμαστε ξαφνικά στο εδώ και στο τώρα κάποιων που ενδεχομένως προσπαθούν να κατανοήσουν τι μας συμβαίνει, αν βαριόμαστε ή είμαστε συγκινημένοι. Αν συμβολίζει κάτι ο σκούφος με τις φλόγες ή αν είναι ένα σκίτσο που θα κοντύνει τα μαλλιά και θα τα κάνει αυστηρά.

Αν οι άνθρωποι που κάποτε φοβήθηκαν το καινούργιο και βράχηκαν κρυμμένοι στις φτερούγες του ναζισμού στέγνωσαν επαρκώς την ανάγκη του ανθρώπου να ξέρει ότι δεν θα υπάρξει ποτέ καθολική ερμηνεία για ένα όνειρο. Οτι αυτό που βλέπουμε, ίσως τελικώς έτσι είναι. «Μερικές φορές ένα πούρο είναι απλώς ένα πούρο» όπως θα έλεγε ο Φρόιντ. Εάν κοιτάξεις την ελπίδα από την πλευρά της νύχτας, γίνεται φόβος. Το πρωί, γίνεται επιθυμία.

Σ’ ένα βουνό ανεβαίνει, φορτωμένος κάτι –οτιδήποτε –ο καθένας, η ήττα είναι διαρκής και η νίκη επίσης. Για τον φωτογράφο, ίσως έρχομαι από το παρελθόν, ίσως δεν έχω καμία σχέση με αυτό. Ισως κάθε στιγμή ξαναρχίζει η Ιστορία.

Ηταν έτσι οργανωμένη η έκθεση, ώστε μου ήταν αδύνατο να περιορίσω το οπτικό μου πεδίο στη φωτογραφία που είχα μπροστά μου. Το βλέμμα μου πήγαινε και λίγο στην άλλη. Δεν θυμάμαι τι έδειχνε. Ούτε αυτή με την αυτοκινητοπομπή και το πλήθος θα θυμόμουν αν δεν την έβλεπα πάλι, αλλά είναι πραγματική. Κι ανάποδα πάει. Ενας Ναζί θα φρίκαρε με την εμφάνισή μου. Θα με έστελνε πάραυτα να ευπρεπιστώ. Αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν αντιστρέφονταν οι όροι. Αν τα ιστορικά γίνονταν έγχρωμα και τα τωρινά ασπρόμαυρα. Θα μπορούσε να ήμουν κι εγώ μες στο πλήθος. Μικρό παιδί. Με τον μπαμπά ή τη μαμά μου. Και να έβλεπα ξανά τώρα αυτήν τη φωτογραφία. Πώς θα ένιωθα γι’ αυτούς που ίσως μου έκλεισαν χαμογελαστά το μάτι; Ισως τους είχα κι εγώ ακουμπήσει. Χαίρονταν για μένα, ήθελαν το καλό μου.

Αλλάζει λίγο ο κόσμος μου επειδή βλέπω αυτή τη φωτογραφία. Δεν ξέρω για πόσο καιρό θα μείνει στη μνήμη μου. Και πώς θα μου φανεί αν την ξαναδώ σε μερικά χρόνια. Ομως έχει γίνει αυτό.