Ωρα εννέα παρά δέκα το πρωί, Κυριακή 10 Απριλίου τρέχοντος έτους. Εχει ξημερώσει για τα καλά στο Ρότερνταμ και η πόλη είναι στο πόδι. Μαζί της κι εγώ. Δεν είναι μια συνηθισμένη Κυριακή. Δεν είναι μια Κυριακή σαν τις άλλες, σαν την προηγούμενη ή σαν την επόμενη. Είναι η Κυριακή του Μαραθωνίου. Τι ωραία, σκέφτομαι. Μια στιγμή. Ωραία; Ωραία που πρέπει να τρέξεις 42.192 μέτρα μόνος σου σε μια ξένη χώρα και με στόχο τον καλύτερό σου χρόνο στην απόσταση, ύστερα από μια εβδομάδα εποχικής γρίπης και με ελάχιστο ύπνο το προηγούμενο βράδυ; Ε, ναι λοιπόν. Ωραία.

Εχω ξυπνήσει από νωρίς, έχω ντυθεί και περιμένω. Σε μία ώρα και δέκα λεπτά είναι η εκκίνηση. Οι καιρικές συνθήκες ιδανικές, κόσμος πολύς έξω, η πόλη γιορτινή, τα μαγαζιά κλειστά και οι δρόμοι επίσης. Ολα προμηνύουν έναν φανταστικό αγώνα. Φτάνω στην εκκίνηση δέκα λεπτά νωρίτερα. Αυτά τα γνώριμα δέκα λεπτά που –είμαι βέβαιος πια –κυλούν πιο αργά από τα δέκα προηγούμενα και τα δέκα επόμενά τους. Υπομονή. Στο Ρότερνταμ –λέει –η εκκίνηση δίδεται με κανονιοβολισμό. Μπουμ! Ωχ, κιόλας;

Πρώτη φορά τρέχω Μαραθώνιο χωρίς μουσική κι αυτό με αγχώνει λιγάκι. Πάντοτε έλεγα ότι δεν ξέρω αν τρέχω για να ακούω μουσική ή ακούω μουσική για να τρέχω. Τελευταία, η μουσική με αποσυντονίζει. Χάνω την επαφή μου με την αναπνοή και τον δρόμο. Μα τι γίνεται; Πόση υποστήριξη, πόσες ενθαρρυντικές επευφημίες από το πλήθος, πόσες μπάντες; Αγνωστοι άνθρωποι με φωνάζουν με το όνομά μου. Το διαβάζουν πάνω από τον αριθμό μου και το χρησιμοποιούν για να με εμψυχώσουν. Τόσους αγώνες έχω τρέξει, πρώτη φορά τα προσέχω όλα αυτά. Και μου αρέσουν. Δεν θα ξαναβάλω μουσική, σε αγώνα τουλάχιστον, πάει και τελείωσε. Πώς αλλάζουν μερικά δεδομένα και πρακτικές. Συνήθειες που έλεγα ότι δεν θα αποχωριστώ ποτέ μου. Ετσι έλεγα μέχρι πρόσφατα πως το τρέξιμο με βοήθησε να κόψω το τσιγάρο πριν από δέκα χρόνια, για να καταλάβω τελικά ότι έκοψα το τσιγάρο για να μπορώ να τρέχω καλύτερα. Λες να σταματήσω και το τρέξιμο αν πιάσω τον στόχο μου σήμερα; Να ο τερματισμός. Μια ακόμα αφετηρία, δηλαδή, κι ένας ακόμα τερματισμός. Ηλιόλουστος με δόντια, αλλά τόσο φορτισμένος και δυνατός! Ευχαριστώ ρε «κορμάκι», που με κουβαλάς, με ακολουθείς και με υποστηρίζεις στις παλαβωμάρες μου.

Εχουν περάσει πέντε μήνες από την Κυριακή που σας περιέγραψα παραπάνω. Πέντε μήνες από την εκπλήρωση ενός σημαντικού αθλητικού στόχου που κυνηγούσα συνεπώς επί πέντε χρόνια. Κι ήταν γεμάτοι τρέξιμο αυτοί οι πέντε μήνες. Τώρα που το σκέφτομαι, και τα προηγούμενα δέκα χρόνια ήταν γεμάτα τρέξιμο, προπονήσεις, αγώνες, συζητήσεις, πειράγματα, φίλους, συντρεχαλατζήδες, τραυματισμούς, αποθεραπείες, νέους τραυματισμούς, νέες αποθεραπείες, λάθη, καινούργια λάθη (ευτυχώς μόνο καινούργια), διαδρομές, ταξίδια, συναισθήματα, «κόντρες», δάκρυα, γέλια, μουσικές, ανάσες.

Δεν ξέρω αν ποτέ θα σταματήσω να τρέχω. Ποιος μπορεί να πει «ποτέ» και να είναι σίγουρος; Θέλω όμως να γιορτάσω τα δέκα μου χρόνια στους δρόμους με αυτό το κείμενο. Επιτρέψτε μου.

Ο Γιώργος Μυζάλης είναι 38 ετών, μουσικολόγος, διευθυντής του Αρχείου Ελληνικής μουσικής της ΑΕΠΙ, δημοσιογράφος, blogger (www.musicspins.gr), στιχουργός και ελπίζει να τρέχει ώς τα βαθιά γεράματα με μουσικές και χωρίς