Φθινόπωρο, 1956. Ακριβώς πριν από 60 χρόνια. Ο Γιούρι Αντρόποφ, ο ρώσος πολιτικός που μια δεκαετία αργότερα θα γινόταν επικεφαλής της KGB και τρεις δεκαετίες μετά ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης –και κυρίως ο άνθρωπος που πρωτοστάτησε στην πολιτική άνοδο του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ –στεκόταν σε ένα παράθυρο της σοβιετικής πρεσβείας στη Βουδαπέστη. Από εκεί παρακολουθούσε τις φοιτητικές διαδηλώσεις να μετατρέπονται σε λαϊκή εξέγερση που ανέτρεψε την κομμουνιστική κυβέρνηση και απείλησε να θέσει τη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας εκτός Συμφώνου Βαρσοβίας. Ο Αντρόποφ έβλεπε και την προσπάθεια των ούγγρων αστυνομικών και των ανδρών της μυστικής αστυνομίας να εμποδίσουν τους διαδηλωτές. Παρότι τα σοβιετικά στρατεύματα κατέπνιξαν την εξέγερση –στη διάρκεια της οποίας χιλιάδες ούγγροι πολίτες και εκατοντάδες σοβιετικοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους -, εκείνες οι ημέρες θεωρούνται υπεύθυνες για το «ουγγρικό κόμπλεξ» του Αντρόποφ: τον μοιραίο φόβο ότι μικρές ομάδες, με ή χωρίς την υποστήριξη της Δύσης, μπορούν να προκαλέσουν κινήματα τα οποία να απειλήσουν ευθέως τα καθεστώτα.

Οταν έπεσε το Τείχος

Μια γενιά αργότερα, μπροστά στα μάτια ενός άλλου μελλοντικού ηγέτη του Κρεμλίνου, ξεδιπλώθηκαν παρόμοιες σκηνές. Αυτή τη φορά η πόλη ήταν η Δρέσδη, η χρονιά το 1989 και το κτίριο μια βίλα της KGB στην Ανγκελικαστράσε, ακριβώς απέναντι από τα τοπικά γραφεία της Στάζι, των ανατολικογερμανικών μυστικών υπηρεσιών. Μερικές χιλιάδες διαδηλωτές είχαν ρίξει την καγκελόπορτα στη Στάζι και κατέστρεφαν το κτίριο καθώς ανήμποροι κάποιοι πράκτορες τους παρακολουθούσαν. Από το παράθυρο στην άλλη μεριά του δρόμου παρακολουθούσε ο 37χρονος αντισυνταγματάρχης Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος είχε αναλάβει προσωρινά υπεύθυνος για το κτίριο και τον τεράστιο όγκο αρχείων. Λίγο αφότου έπεσε το σκοτάδι, ένα μικρό πλήθος στράφηκε προς το κτίριο αυτό με στόχο να πλήξουν και το σύμβολο της KGB.

Σύμφωνα με την ιστορία που αφηγείται ο δημοσιογράφος των «New York Times» Στίβεν Λι Μάγερς στο βιβλίο του «Ο νέος τσάρος», ο Πούτιν κάλεσε επειγόντως τηλεφωνικά την τοπική σοβιετική στρατιωτική διοίκηση, ζητώντας ενισχύσεις για να προστατεύσει το κτίριο. Ομως η απάντηση ήταν ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτα χωρίς διαταγές από τη Μόσχα και ότι «η Μόσχα παραμένει σιωπηλή». Με την καριέρα του να παίζεται, μαζί με τα απόρρητα έγγραφα που υπήρχαν γύρω του, ο Πούτιν αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Μόνος και άοπλος πλησίασε την εξωτερική πόρτα και ανακοίνωσε στα γερμανικά στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί απέξω: «Το κτίριο φυλάσσεται αυστηρά. Οι στρατιώτες μου έχουν όπλα. Και τους έχω δώσει διαταγές: θα ανοίξουν πυρ εάν κάποιος εισέλθει στην αυλή». Είχε αποτέλεσμα. Το πλήθος επέστρεψε στο κτίριο της Στάζι. Ο Πούτιν μπορεί να κέρδισε τη μάχη, αλλά η Σοβιετική Ενωση έχασε τον πόλεμο.

Αν έμεινε κάτι στον Πούτιν από εκείνο το περιστατικό, παρατηρεί ο Μπένζαμιν Νέιθανς στο «New York Review of Books», ήταν η φράση «η Μόσχα παραμένει σιωπηλή». Η σιωπή έγινε για εκείνον σύμπτωμα μιας «ασθένειας που λέγεται παράλυση –παράλυση εξουσίας». Κατά την άποψή του, μια έγκαιρη και στιβαρή αντιμετώπιση των διαδηλώσεων θα είχε καλύτερο αποτέλεσμα, θα προστάτευε το σύστημα και ίσως και την ΕΣΣΔ. Ολα αυτά συνθέτουν την τεράστια δυσφορία του Πούτιν για τις λαϊκές κινητοποιήσεις: το είδαμε στις «χρωματιστές εξεγέρσεις» στη Γεωργία το 2003 και στην Ουκρανία το 2004, αλλά και στις πιο πρόσφατες διαδηλώσεις στη Μόσχα εναντίον της εκλογικής νοθείας το 2011 και 2012.

Η μετασοβιετική Μόσχα

Οπως και να ‘χει, στις αρχές του 21ου αιώνα, το βασικό κίνητρο του Πούτιν φαινόταν να είναι η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων της Ρωσίας μετά το χάος της δεκαετίας του ’90: επανεθνικοποίησε τον φυσικό πλούτο –πετρέλαιο, φυσικό αέριο και πολύτιμα μέταλλα –και έτσι αποκατέστησε τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους. Ντόπιοι και ξένοι τον αναγνώρισαν ως συντηρητικό πατριώτη, έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορούσαν να κάνουν μπίζνες. Η μετασοβιετική Μόσχα έγινε σπίτι των περισσότερων δισεκατομμυριούχων από οποιαδήποτε άλλη πόλη στον κόσμο, Κίνα και Ευρωπαϊκή Ενωση έγιναν μεγάλοι καταναλωτές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ο Πούτιν επέβαλε κάτι που έμοιαζε με κράτος νόμου και τάξης, με τη Ρωσία να συμμετέχει σε πολυεθνικούς οργανισμούς όπως το G8, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου κ.λπ.

Τι συνέβη; Γιατί η Ρωσία του Πούτιν ακολουθεί άλλη πορεία; Γιατί πλέον η συζήτηση στη Δύση αφορά όχι τη μετάβαση αλλά την οπισθοδρόμηση, με έναν «νέο τσάρο», μια «νέα ρωσική αυτοκρατορία» και έναν «νέο Ψυχρό Πόλεμο»; Ο διάσημος ιστορικός Μοσέ Λιούιν υποστηρίζει ότι ο Γκορμπατσόφ ήταν μέρος μιας τάσης μέσα στον σοβιετικό πληθυσμό, μιας μεγάλης ομάδας μορφωμένων αστών και ότι η περεστρόικα ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο μιας ομάδας ανανεωτών μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά μιας τάσης εκσυγχρονισμού της σοβιετικής κοινωνίας.

Ολα αυτά αντιμετωπίζουν τώρα ένα ιστορικό τεστ όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και στην Κίνα, την Πολωνία και αλλού. Τα μέλη της μεσαίας τάξης, όπως εμφανίζονται στο βιβλίο της Αν Γκάρελ «Η χώρα του Πούτιν», που περιγράφει τη ζωή στο Τσελιαμπίνσκ, δεν ταιριάζουν με την περιγραφή του Λιούιν. Βυθισμένοι στη διαφθορά –από τη νοθεία στις κάλπες έως την εξαγορά δημοσιογράφων, από την αποφυγή της στρατιωτικής θητείας έως τη δημοπράτηση θέσεων για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια –κατηγορούν για την άποψη «όλα πωλούνται» τον νεοφιλελευθερισμό που εισήχθη από τη Δύση τη δεκαετία του 1990. Οι διαδηλώσεις στο Τσελιαμπίνσκ είναι εξαιρετικά σπάνιες, μια και λίγοι μπορούν να δουν κάποια εναλλακτική στο υπάρχον status quo. Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου της υιοθετούν τις παλιές, καλές ρωσικές τακτικές προσαρμογής και καταστρατήγησης. Την παραμονή των πρόσφατων εκλογών, για παράδειγμα, οι φοιτητές του τοπικού πανεπιστημίου έμαθαν ότι για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους για τις κρατικές υποτροφίες θα έπρεπε να ψηφίσουν την Ενωμένη Ρωσία, το κόμμα του Πούτιν. Για να βεβαιωθούν, αξιωματούχοι ζήτησαν από τους φοιτητές να χρησιμοποιήσουν τα κινητά τους ώστε να φωτογραφίσουν τα ψηφοδέλτια. Αρκετοί από τους φοιτητές έφτιαξαν μια κλωστή σε σχήμα «ν» (για το τσεκάρισμα) και την έβαλαν δίπλα στην «Ενωμένη Ρωσία», φωτογράφισαν το ψηφοδέλτιο και κατόπιν πέταξαν την κλωστή και ψήφισαν ό,τι ήθελαν. Σύμφωνα με τον πολιτικό αναλυτή Βλαντίμιρ Γκέλμαν, είναι ακριβώς αυτές οι στρατηγικές αντιμετώπισης που συμβάλλουν στη διατήρηση της αυταρχικής πολιτικής στη Ρωσία. Τονίζει, στο βιβλίο του «Αυταρχική Ρωσία», ότι «η ιδεολογία αποτελεί ίσως τον πιο ασήμαντο παράγοντα στη ρωσική πολιτική μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ». Ο Πούτιν κατέλυσε τις τοπικές εκλογές για κυβερνήτες περιφερειών και τους διόρισε μόνος του –κανείς δεν αντέδρασε. Ο προκάτοχός του Μπόρις Γέλτσιν κατέβασε τα τανκς για να επιτεθούν στο εκλεγμένο ρωσικό Κοινοβούλιο και έγραψε ξανά το Σύνταγμα για να ενισχύσει τις εξουσίες του –χωρίς αντιδράσεις. Ακόμα και ο Ανατόλι Σόμπτσακ, καθηγητής Νομικής και πρώτος μετασοβιετικός δήμαρχος της Αγίας Πετρούπολης, δεν δίστασε να διαλύσει το δημοτικό συμβούλιο και να πάρει όλη την εξουσία στα χέρια του –χωρίς αντίδραση.

Το ισχυρό κράτος

Τα τελευταία 1.000 χρόνια, κάθε φορά έπειτα από μια μεγάλη κρίση –είτε λόγω εξέγερσης είτε λόγω εισβολής –η Ρωσία εγκαθιδρύει ένα ισχυρό κράτος με κεντρικό έλεγχο, μας υπενθυμίζει στο βιβλίο «Το ισχυρό κράτος της Ρωσίας» ο πολιτικός αναλυτής Αντρέι Τσιγκανκόφ. Η κυβέρνηση μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές, όλες όμως έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: η εξουσία βρίσκεται σε πρόσωπα και όχι σε θεσμούς. Ελάχιστες λοιπόν αλλαγές έχουν γίνει και στην περίπτωση του Πούτιν, παρατηρεί ο βετεράνος δημοσιογράφος Ντέιβιντ Σάτερ, ο οποίος θεωρεί ότι η αυταρχική διακυβέρνηση είχε ξεκινήσει από την περίοδο Γέλτσιν.

Τελικά, παρατηρεί ο ειδικός στη Ρωσία Βάλτερ Λακέρ, πρόκειται για μια χώρα «που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς δόγμα και αποστολή». Αυτή τη στιγμή πολλά δόγματα διαγκωνίζονται για επικράτηση (η ρωσική Ορθοδοξία, η ιδέα της Ευρασίας, η αντιπαγκοσμιοποίηση, ο εθνικισμός), εν μέρει επειδή η μεγάλη πλειοψηφία των Ρώσων «δεν κινητοποιείται από ιδεολογία. Η ψυχολογία και οι φιλοδοξίες τους είναι εκείνες ατόμων που συμμετέχουν σε μια καταναλωτική κοινωνία». Καταλήγει στο ότι πέρα από «έναν ασαφή εθνικισμό που συνοδεύεται από αντιδυτικές απόψεις, μάλλον δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία πίσω από τον Πούτιν».