Αναφερόμενη στο χθεσινό μου κείμενο στην Κική Δημουλά, θυμήθηκα το σχόλιό της όταν, σε μια ιδιωτική συζήτηση, ήρθε η κουβέντα στην τρίτη ηλικία. «Ο χρόνος δεν συγκινείται από την ποίηση» είχε πει. Και πριν από μερικούς μήνες, όταν προσκλήθηκε να συμμετάσχει σε μια ποιητική βραδιά αφιερωμένη στους πρόσφυγες, τη θυμάμαι να σχολιάζει ότι η ποίηση ούτε ταΐζει ούτε στεγάζει ούτε προστατεύει από το κρύο τους ανθρώπους. Προστατεύει όμως από την αμηχανία τους πολιτικούς. Ή, τέλος πάντων, οι ίδιοι νομίζουν ότι το κάνει αυτό. Εχω παρατηρήσει ότι σε κρίσιμες κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις πέφτουν οι στίχοι σαν το χαλάζι. Προχθές συγκεκριμένα, στη συζήτηση για τα προαπαιτούμενα, σαν φέιγ βολάν με κείμενο του νομπελίστα Ζοζέ Σαραμάγκου που έριξαν από τα θεωρεία οι πρώην συριζαίοι βουλευτές Λεουτσάκος και Πετράκος. Ενώ χθες ο Πρωθυπουργός, στη συζήτηση για την Παιδεία, αφού περιδιάβασε τα τσιτάτα των Χέγκελ, Μπροντέλ και Πρωταγόρα κατέληξε σε Χαλίλ Γκιμπράν (που στα είκοσι που τον διαβάζαμε μάς φαινόταν ήδη ξεπερασμένος).

Οταν τα επιχειρήματα και ο πολιτικός λόγος αντικαθίστανται από ποιητικό και στίχους, κάτι δεν πάει καλά. Το ποίημα, για τον αναγνώστη, είναι στοχασμός, όχι τρόπος επικοινωνίας ούτε σχολιασμού. Και η χρήση του γι’ αυτούς τους λόγους φανερώνει προχειρότητα, οκνηρία ή ανεπάρκεια. Ενα ποίημα μπορεί να σε εμπνεύσει για να αναπτύξεις τη δική σου ποιητική. Οταν την αντικαθιστά, όταν δηλαδή οι άνθρωποι καταφεύγουν σε στίχους άλλων για να αναπτύξουν τις ιδέες τους, είτε είναι πολύ νέοι είτε πολύ γέροι (ανεξαρτήτως ηλικίας) είτε δεν έχουν ιδέες.