Μέχρι το τέλος παρέμεινε ξένος. Τις ημέρες εκείνες που η Παλμάχ (σ.σ. ειδικές δυνάμεις), ο ισραηλινός στρατός, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, οι επιδρομές και η στολή όριζαν ήρωες, ο Σιμόν Πέρες ήταν ένας αντιήρωας. Σε μια συνθήκη όπου το ίχνος μιας ξένης προφοράς ήταν ντροπιαστικό, ο Πέρες με τη γίντις προφορά του, το κοστούμι και τη γραβάτα, δεν εθεωρείτο πραγματικός Ισραηλινός. Σε ένα κράτος που εφηύρε τον νέο Εβραίο –ηλιοκαμένο, πολεμιστή, περιπετειώδη –εκείνος ήταν ο παλιός Εβραίος, ο Εβραίος της εξορίας. Ηταν οι σφαίρες που ποτέ δεν σφύριξαν στα αφτιά του, που σφράγισαν την τύχη του για πάντα. Σε ένα κράτος, την ηγεσία του οποίου μοιράστηκε επί τρεις γενιές, ήταν ο αιώνιος ξένος.

Οπως κάθε ξένος, πέρασε ολόκληρη τη ζωή του για να δραπετεύσει από αυτό τον ρόλο. Ηθελε να είναι δημοφιλής, αρεστός και αγαπητός από όλους. Πόσο συγκινητικό ήταν όταν, έπειτα από μια από τις τελευταίες συναντήσεις του με τον Μοσέ Νταγιάν στο σπίτι του στην Τζαχάλα, στο αυτοκίνητο με μάτια που έλαμπαν μου είπε: «Είδες πόσο πολύ κάθησε μαζί μου;». Εκείνη τη στιγμή ο Νταγιάν ήταν στα τελευταία του και ο Πέρες ήταν ήδη κάποιος σπουδαίος και είχε όλο το μέλλον μπροστά του.

Ο Νταγιάν όμως ήταν ήρωας και γηγενής και ο Πέρες δεν ήταν. Ο Γιγκάλ Αλόν και ο Γιτζάκ Ράμπιν που επρόκειτο να γίνουν οι μεγαλύτεροι αντίπαλοί του, ήταν επίσης ήρωες και γεννημένοι στο Ισραήλ –και ο Πέρες δεν ήταν. Το γνώριζαν και το γνώριζε κι εκείνος. Πιστεύω ότι τους ζήλευε.

Αλλά η απέχθεια που ο Ράμπιν και ο Αλόν ένιωθαν γι’ αυτόν ήταν μεγαλύτερη από τη δική του προς αυτούς. Από τον Ράμπιν και τον Αλόν έχω ακούσει λόγια μίσους για τον Πέρες, τα οποία ποτέ δεν άκουσα από αυτόν εναντίον τους. Το αγόρι που ζητούσε αγάπη δεν την είχε. Είναι δύσκολο να σκεφτεί κάποιος κάποιον που τον συμπαθούσε εκείνες τις ημέρες. Ορισμένοι τον θαύμαζαν, αλλά λίγοι τον αγαπούσαν. Ο ξενόφερτος αγαπήθηκε κυρίως στο εξωτερικό, στο εξωτερικό θεωρήθηκε μια μυθική ισραηλινή προσωπικότητα. Ισως γι’ αυτό ο Πέρες δεν κέρδισε ποτέ εκλογές εδώ.

Είναι πιθανόν ένα από τα κλειδιά για την κατανόηση του ανθρώπου που υπήρξε τα πάντα –δεν υπήρξε ούτε ένα υψηλό αξίωμα που να μην κατέλαβε. Ωστόσο τερμάτισε τη μακρά πορεία του με το αίσθημα του «σχεδόν αλλά όχι απολύτως». Σχεδόν αλλά όχι απολύτως ένας αλησμόνητος πολιτικός ηγέτης, σχεδόν αλλά όχι απολύτως εθνικός ήρωας, σχεδόν αλλά όχι απολύτως εισελθών στην Ιστορία. Ο ξενόφερτος που ήθελε την αγάπη όλων θεωρούσε ότι θα την κατακτήσει μόνο αν ευχαριστήσει τους πάντες. Για τον λόγο αυτό ποτέ δεν έφθασε μέχρι το τέλος, δεν πολέμησε την πλειοψηφία, δεν στάθηκε κόντρα στον άνεμο και δεν αναμετρήθηκε με το δικό του στρατόπεδο.

Νόμιζε ότι ο τρόπος για να αρέσει ήταν μέσω του συμβιβασμού με όλους και κατέληξε να μην ευχαριστεί κανέναν. Πραγματοποίησε την επιθυμία του μόνο στο τελευταίο του αξίωμα –ως πρόεδρος υποτίθεται ότι έπρεπε να ικανοποιεί τους πάντες και σε αντάλλαγμα οι άνθρωποι του έδωσαν αυτό που πάντοτε επιζητούσε.

Δούλεψα μαζί του τα σκοτεινά χρόνια της καριέρας του. Τότε βρισκόταν αντιμέτωπος με τον Μεναχέμ Μπέγκιν και τον Γιτζάκ Ράμπιν, που και οι δύο τον κακομεταχειρίστηκαν. Τότε δεν υπήρχε ίχνος από την αγάπη που αργότερα δέχθηκε από τα πλήθη. Αντί γι’ αυτό, του πετούσαν σάπιες ντομάτες. Και έστεκε σαν βράχος απέναντι στην εχθρότητα και την περιφρόνηση. Ο ξένος που ήθελε τόσο πολύ να τον αγαπήσουν.

Ο Γκίντεον Λεβί είναι αρθρογράφος της εφημερίδας «Χααρέτζ»