Ο Αμίρ Ορεν, ένας από τους αρθρογράφους της ισραηλινής εφημερίδας «Χααρέτζ», συνάντησε τελευταία φορά τον Σιμόν Πέρες τον Αύγουστο στη Γιάφα, νότια του Τελ Αβίβ. Είχε «την πλάτη του στραμμένη στη θάλασσα και το πρόσωπό του στραμμένο στο μέλλον. Εξακολουθούσε να μελετά την ισραηλινή πολιτική, τους ανθρώπους και τα κόμματά της, ποιος είναι μέσα στα πράγματα και ποιος όχι. Ηξερε όλα τα κουτσομπολιά και ήταν έτοιμος να ακούσει περισσότερα. Τον ενδιέφερε ιδιαίτερα να μάθει τα τελευταία νέα από την έρευνα (για διαφθορά) γύρω από την οικογένεια Νετανιάχου. Ο Πέρες δεν πήρε ποτέ σύνταξη. Φορούσε τις μπότες του για πολλά χρόνια, πολύ περισσότερα από οποιοδήποτε άλλο δημόσιο πρόσωπο στην ιστορία του Ισραήλ, περισσότερα από την Γκόλντα Μέιρ, περισσότερα από τον Νταβίντ Μπεν Γκουριόν. Πέθανε φορώντας τις μπότες του».

Ο πρώην πρόεδρος, τρις πρωθυπουργός και πολλάκις υπουργός του Ισραήλ που μοιράστηκε το 1994, έναν χρόνο μετά τις συμφωνίες του Οσλο, το Νομπέλ Ειρήνης με τον Γιτζάκ Ράμπιν και τον Γιάσερ Αραφάτ και επινόησε τη φράση «η νέα Μέση Ανατολή» απεβίωσε τη νύχτα της Τρίτης προς Τετάρτη σε ηλικία 93 χρόνων –ενώ η περιοχή θυμίζει ακόμα, δυστυχώς, την παλιά κατάστασή της. Από τον Μπαράκ Ομπάμα και τον Μπιλ Κλίντον μέχρι τον Φρανσουά Ολάντ και τον Γιόαχιμ Γκάουκ, όλη η ηγεσία του δυτικού κόσμου αποχαιρέτησε έναν «άνθρωπο της ειρήνης». Αφήνοντας στην άκρη τις ιδεολογικές διαφορές τους, ο σκληροπυρηνικός πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου συγκάλεσε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο προκειμένου να πλέξει το εγκώμιο του τελευταίου ιδρυτή πατέρα του Ισραήλ που «αφιέρωσε τη ζωή του στο έθνος και στην επιδίωξη της ειρήνης». Μοναδική παραφωνία η Χαμάς, η οποία αποκάλεσε τον Σιμόν Πέρες «τον τελευταίο εναπομείναντα ισραηλινό αξιωματούχο που ίδρυσε την κατοχή» –αντίθετα από τον παλαιστίνιο πρόεδρο Μαχμούτ Αμπάς, τον οποίο χαρακτήρισε «εταίρο στην οικοδόμηση της ειρήνης των γενναίων».

Για τους Παλαιστινίους το κληροδότημα του Σιμόν Πέρες είναι θετικό και αρνητικό ταυτόχρονα. Εκτιμούν τη δηλωμένη πεποίθησή του πως το παλαιστινιακό κράτος είναι απαραίτητο για το Ισραήλ, του πιστώνουν ωστόσο μια φονική επίθεση που στοίχισε τη ζωή δεκάδων αμάχων στον Λίβανο το 1996 όταν ήταν πρωθυπουργός, όπως επίσης το γεγονός ότι τα χρόνια που κατείχε ηγετικά πόστα επέτρεψε τη συνέχιση της ισραηλινής εποικιστικής δραστηριότητας. «Η καριέρα του Πέρες είχε τα πάνω της και τα κάτω της» γράφει στο Project Syndicate ο Ιταμάρ Ραμπίνοβιτς, πρώην πρεσβευτής του Ισραήλ στις ΗΠΑ και ακαδημαϊκός. «Εφτασε σε δυσθεώρητα ύψη και υπέστη εξευτελιστικές αποτυχίες –και πέρασε από διάφορα στάδια». Στυλοβάτης της εθνικής ασφάλειας του Ισραήλ, έγινε κατόπιν ένθερμος ειρηνοποιός και διατηρούσε πάντα μια σχέση αγάπης και μίσους με τον ισραηλινό λαό που αρνήθηκε επανειλημμένως να τον εκλέξει πρωθυπουργό, αλλά τον θαύμαζε όταν δεν είχε ή δεν επιδίωκε πραγματική εξουσία» –με αποκορύφωμα την περίοδο κατά την οποία διετέλεσε πρόεδρος της χώρας, από το 2007 έως το 2014, την εποχή «των φόρων τιμής και των επαίνων» όπως γράφει στη «Μοντ» ο Ζιλ Παρί.

Γιος ενός εμπόρου ξυλείας (που έμελλε πολλά χρόνια αργότερα, το 1942, ενταγμένος στον βρετανικό στρατό, να πέσει με αλεξίπτωτο στην κατεχόμενη Ελλάδα, στην ορεινή περιοχή της Αττικοβοιωτίας, προκειμένου να συμμετάσχει στην Αντίσταση), ο Σιμόν Πέρσκι γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου 1923 στη Βισνέβα της τότε Πολωνίας, και σημερινής Λευκορωσίας. Ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του, ένας πολύ θρήσκος άνθρωπος, ήταν αρχηγός μιας κοινότητας χιλίων εβραίων. Χρόνια αργότερα ο Πέρες θα έλεγε πως εισέπνεε το χαρτί περιτυλίγματος των πορτοκαλιών που έφταναν από το Ισραήλ, τον τόπο των ονείρων του, γη άγνωστη αλλά και τόσο κοντινή.

Στην Παλαιστίνη έφτασε το 1934, σε ηλικία 11 χρόνων. Εγκαταστάθηκε σε ένα κιμπούτζ της Γαλιλαίας, γράφτηκε σε αγροτικό σχολείο και αποφάσισε να αλλάξει το όνομά του σε Πέρες (αετός), κάτι που δεκαετίες αργότερα θα προκαλούσε τις ειρωνείες πολλών σχολιαστών οι οποίοι θα τον συνέκριναν με τα αρπακτικά που κινδυνεύουν να εκλείψουν.

Ο Σιμόν Πέρες εντάχθηκε από τα νεανικά του χρόνια στο Μαπάι, πρόδρομο του ισραηλινού Εργατικού Κόμματος, στο οποίο παρέμεινε πιστός έως το 2005 οπότε αποχώρησε προκειμένου να προσχωρήσει στο Καντίμα, το κεντρώο κόμμα που ίδρυσε ο Αριέλ Σαρόν. Στις επτά δεκαετίες που διήρκεσε η πολιτική σταδιοδρομία του, κατέλαβε σχεδόν κάθε δημόσιο αξίωμα και πιστώνεται με την καθοδήγηση της χώρας σε κάποιες από τις πιο καθοριστικές στιγμές της, από τη δημιουργία του ισραηλινού πυρηνικού οπλοστασίου (και ας μην έχει επιβεβαιωθεί ποτέ επισήμως) τη δεκαετία του 1950 μέχρι τη διάσωση της ισραηλινής οικονομίας από έναν τριψήφιο πληθωρισμό τη δεκαετία του 1980 και την αναζήτηση της ειρήνης στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Κι έπειτα ήρθε η δολοφονία του Ράμπιν, το 1995. Και ένας νέος κύκλος βίας, από τους πολλούς που έμελλε να ακολουθήσουν. Και η στροφή της ισραηλινής κοινωνίας ολοένα και δεξιότερα.

Οπως επισημαίνει ο Ζιλ Παρί, ο διάδοχος του Σιμόν Πέρες στην ισραηλινή προεδρία Ρεούβεν Ρίβλιν είναι αντίθετος στην ιδέα ενός παλαιστινιακού κράτους. «Και αυτό αποτελεί ήττα για τον Πέρες, ο οποίος αποδεικνύεται ανίκανος, όπως άλλωστε όλη η γενιά του, να ξορκίσει την απαισιοδοξία που έχει καταλάβει ολόκληρη την ισραηλινή κοινωνία». Πλήθος ξένων ηγετών θα παραστούν στην κηδεία του την Παρασκευή στην Ιερουσαλήμ. Πολλοί τη συγκρίνουν προκαταβολικά με την κηδεία του Ράμπιν.