Σε μια πρωτοφανή κίνηση αμφισβήτησης της κληρονομιάς του κεμαλισμού προχώρησε χθες ο Ταγίπ Ερντογάν, μιλώντας απαξιωτικά για τα κέρδη που αποκόμισε το τουρκικό κράτος από τη Συνθήκη της Λωζάννης, μια συνθήκη που στη γείτονα αποκαλείται «ληξιαρχική πράξη γεννήσεως της Τουρκικής Δημοκρατίας». Μιλώντας με περιφερειακούς διοικητές επαρχιών στην Αγκυρα, ο Ερντογάν υποστήριξε ότι η Τουρκία ζημιώθηκε από τη συνθήκη αφού παραχώρησε στην Ελλάδα τα νησιά του Αιγαίου. «Οσοι έλαβαν μέρος στις συνομιλίες της Λωζάννης δεν κατάφεραν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Σήμερα βιώνουμε τις επιπτώσεις αυτής της αδυναμίας», δήλωσε ο τούρκος πρόεδρος, ενώ στη συνέχεια υποστήριξε ότι «στη Λωζάννη παραδώσαμε νησιά τα οποία είναι τόσο κοντά που ακούγεσαι αν φωνάξεις από την Τουρκία. Είναι αυτό νίκη;». Και για να ενισχύσει το αντικεμαλικό του μένος, σημείωσε ότι «ακόμη δίνουμε μάχη για το ποια θα είναι η υφαλοκρηπίδα και ποια θα είναι τα σύνορά μας σε αέρα και γη».

Η τοποθέτηση του τούρκου προέδρου σήκωσε θύελλα αντιδράσεων στο εσωτερικό της χώρας, με στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος να χαρακτηρίζουν ντροπιαστικές τις δηλώσεις, ενώ θορύβησε και το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, αφού για πρώτη φορά τούρκος ηγέτης μπλέκει στα ελληνοτουρκικά τη Συνθήκη της Λωζάννης. Η Αθήνα απάντησε μέσω πηγών του υπουργείου Εξωτερικών πως «όλοι οφείλουν να σέβονται τη Συνθήκη της Λωζάννης» χωρίς πάντως να κλιμακώσει, διαβλέποντας ότι οι δηλώσεις Ερντογάν απευθύνονταν κυρίως στο εσωτερικό ακροατήριο. «Η Συνθήκη της Λωζάννης και όλο το διεθνές δίκαιο είναι όντως μία πραγματικότητα στον πολιτισμένο κόσμο την οποία κανείς ούτε η Αγκυρα μπορεί να αγνοήσει και όλοι οφείλουν να σέβονται. Οσο οδυνηρό και αν τους φαίνεται αυτό» ανέφεραν οι ίδιες πηγές.

Τούρκοι αναλυτές όπως ο καθηγητές Πολιτικών Επιστημών Μπασκίν Οράν υποστήριξε ότι ο Ερντογάν «καταλαμβάνεται από πανικό και ξεκινά τις εθνικιστικές προκλήσεις», και θυμίζει ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου παραχωρήθηκαν το 1913 και όχι με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Σε κάθε περίπτωση ο τούρκος πρόεδρος συνέχισε τον πόλεμο δηλώσεων ενάντια στους κεμαλικούς ενώ χαρακτήρισε την 15η Ιουλίου (την ημέρα που εκδηλώθηκε η αποτυχημένη προσπάθεια πραξικοπήματος εναντίον του) ως «δεύτερο πόλεμο ανεξαρτησίας για το τουρκικό έθνος» ισχυριζόμενος ότι εάν το πραξικόπημα είχε πετύχει «θα μας είχαν δώσει μια συνθήκη που θα μας έκανε να αναζητούμε εκείνη των Σεβρών». Υπονόησε δηλαδή ότι το τουρκικό κράτος θα είχε υποστεί μια συντριπτική ήττα στο διπλωματικό πεδίο, αντίστοιχη του 1920 και της Συνθήκης που διαμέλισε τα εδάφη της Οθωμανική Αυτοκρατορίας.

Εμπειροι παρατηρητές στην Αθήνα δεν συνέδεαν τις δηλώσεις του τούρκου προέδρου με τα ελληνοτουρκικά, οι οποίες έγιναν πάντως μια μόλις εβδομάδα μετά τη συνάντησή του με τον έλληνα Πρωθυπουργό στη Νέα Υόρκη και με το Κυπριακό σε μια κρίσιμη φάση συζητήσεων, και δηλώνουν στα «ΝΕΑ» ότι οφείλονται σε λόγους εσωτερικής κατανάλωσης στη γείτονα. Τις δηλώσεις Ερντογάν καταδίκασε η συντονίστρια Εξωτερικών και Αμυνας της Νέας Δημοκρατίας Ντόρα Μπακογιάννη, υποστηρίζοντας ότι «ο Νεοοθωμανισμός ανήκει στον προηγούμενο αιώνα και οι σχέσεις των χωρών χτίζονται με το βλέμμα στο μέλλον».

Ο Βενιζέλοςκαι ο Ινονού

Η Συνθήκη της Λωζάννης υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου του 1923 μεταξύ του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ισμέτ Ινονού κι έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας. Η Συνθήκη αναγνώριζε τα εδαφικά όρια της Τουρκίας καθώς και τα δικαιώματα των μειονοτήτων που ζούσαν μέσα σε αυτήν, ενώ αποφάσισε την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.