Η αποχώρηση Καλογρίτσα αποτελεί ακόμη ένα επεισόδιο στη σαπουνόπερα των τηλεοπτικών αδειών. Μέχρι το επόμενο επεισόδιο χιλιάδες λέξεις θα γραφτούν στις εφημερίδες και στις ιστοσελίδες, ακόμη περισσότερα θα ειπωθούν στα καφενεία και στα τηλεοπτικά πάνελ. Πρόκειται για ένα σίριαλ με υψηλή απήχηση (δεν είναι τυχαίο ότι πρωταγωνιστεί στα δελτία ειδήσεων ακόμη και την ημέρα που πέρασαν έξι ΔΕΚΟ στο Υπερταμείο) αφού κατορθώνει να «προκαλεί» τον κόσμο της επικοινωνίας, κυρίως της τηλεόρασης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Για να το πούμε απλά: ζούμε σε μια χώρα που στις περισσότερες περιπτώσεις ψηφίζονται νόμοι οι οποίοι προκαλούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που λογικά θα επέλυαν. Ως αποτέλεσμα, οι προσπάθειες σε βάθος χρόνου αποτυγχάνουν, παρά το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι προθέσεις των αρμοδίων ήταν καλές. Και αυτό διότι αρχικός στόχος ήταν να αντιμετωπίσουν ζητήματα που κάποιοι άλλοι όφειλαν να τα έχουν επιλύσει χρόνια πριν.

Η περίπτωση των τηλεοπτικών αδειών δεν αποτελεί εξαίρεση αυτής της παθογένειας της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Σχεδόν από την αρχή το ζήτημα των αδειών αντιμετωπίστηκε κυρίως με πολιτικά κριτήρια μια και έγινε παντιέρα-πρόσχημα στον αγώνα μιας διαπλοκής που, όπως το τάνγκο, θέλει δύο. Για την ώρα στην «πίστα» βρίσκεται μόνο ο ένας χορευτής και αυτός δεν είναι άλλος από τους καναλάρχες. Αν πράγματι οι αρμόδιοι ήθελαν να βάλουν τάξη σε αυτό το άναρχο τοπίο, τα βήματα που έπρεπε να ακολουθήσουν ήταν απλά και δεδομένα, ώστε να μην υπάρχουν ούτε κραυγές ούτε ψίθυροι. Και εξηγούμαι: όπως έχω επισημάνει κι άλλες φορές, δεν υπήρχε επικαιροποίηση του χάρτη των συχνοτήτων (που από μόνο του είναι τεράστιο ζήτημα με εθνικές διαστάσεις), δεν έγινε αξιόπιστη οικονομοτεχνική μελέτη για τον αριθμό των καναλιών, δεν υπήρχαν κριτήρια κατά τα οποία θα αξιολογούνταν οι υπερθεματιστές, δεν υπήρχε εν ολίγοις «τηλεοπτικό σχέδιο» –για να μην αναφέρουμε τα όσα κωμικοτραγικά διαδραματίστηκαν την τελευταία εβδομάδα.

Ακόμη χειρότερα, υπήρξε εμφανής σπουδή για ένα θέμα που έχει παραμείνει σε κατάσταση διαρκούς εκκρεμότητας για 27 χρόνια. Δεν έχει δοθεί ούτε μία πειστική απάντηση στο γιατί δεν περίμεναν την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τις αρμοδιότητες του ΕΣΡ, έστω κι αν η κυβέρνηση θεωρούσε ότι είχε δίκιο. Ενας ή δύο μήνες παραπάνω δεν θα προκαλούσαν τα «δημοκρατικά αισθήματα» ούτε θα ερχόταν η τηλεοπτική συντέλεια. Εξάλλου με τις καθυστερήσεις που υπάρχουν ακόμη και τώρα (αν δεν προκύψουν κι άλλες) το χρονοδιάγραμμα έχει πέσει έξω.

Πέραν όμως όλων των άλλων, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ο χρονισμός της παρέμβασης. Το τηλεοπτικό πεδίο, όπως και όλα τα μέσα επικοινωνίας, βιώνουν τη χειρότερη περίοδο της ιστορίας τους. Η παρατεταμένη κρίση έχει στεγνώσει την αγορά και κατ’ επέκταση τη διαφημιστική επένδυση, που αποτελεί στην πράξη το DNA των σύγχρονων μέσων. Ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος σε ένα πεδίο που βρίσκεται σε φάση μαρασμού να δρομολογηθούν πρωτοβουλίες οι οποίες στην πράξη επιταχύνουν την αποσύνθεσή του καταστρέφοντας τη δομή και τη λειτουργία του, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τον ήδη διογκωμένο στρατό ανεργίας στον χώρο των μέσων ενημέρωσης, των δημοσιογράφων, τεχνικών και όσων απασχολούνται στο πεδίο;

Στρατός ανέργων. Τέλος, αλλά όχι τελευταίο σε σημασία: Κάποιοι ισχυρίζονται ότι με τον νόμο, τα αδειοδοτηθέντα κανάλια θα έχουν προσωπικό τουλάχιστον 400 εργαζομένους. Ηδη χάνουν την εργασία τους πολύ περισσότεροι, μια και οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια. Οπως αλήθεια είναι ότι κανείς δεν γνωρίζει με τι μισθούς θα εργάζονται στα αδειοδοτηθέντα κανάλια, καθώς ως γνωστόν δεν υπάρχουν πλέον Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Και το κυριότερο, όποιος έχει αντιρρήσεις, ο στρατός των ήδη ανέργων περιμένει απέξω.