Σήμερα που εκατομμύρια ψηφιακές φωτογραφίες και σέλφι απαθανατίζουν συνήθως μια περιφερόμενη γελαστική ανοησία, όλο και περισσότερο λάμπει η μοναδικότητα της ασπρόμαυρης φωτογραφίας – έστω κι αν αποτύπωνε στην πλειοψηφία της τη φτώχεια και την εξαθλίωση. Μας το θυμίζει, με τον τρόπο του, το κείμενο του μουσικοσυνθέτη και κιθαριστή Νότη Μαυρουδή, χάρη σε μια φωτογραφία που συνδυάζει κάτι αδιανόητο για τους καιρούς μας, τη στέρηση με το χαμόγελο, τη δυστυχία με την αισιοδοξία

Με την πρώτη ματιά που έριξα στη φωτογραφία γνώρισα ένα παιδί του κόσμου. Από εκείνα που ίσως έχουμε ξεχάσει πως ήταν συνηθισμένο ελληνικότατο καθημερινό θέαμα πριν από πάνω από πενήντα και πλέον χρόνια τώρα. Οι δεκαετίες του ’40, του ’50, ακόμα και του ’60 είχαν πολλά τέτοια παιδιά να μας δείξουν, ξυπόλητα, ρακένδυτα, πεινασμένα, ανασφαλή. Μόνο ένα χαμόγελο όπως αυτό της φωτογραφίας θα μπορούσε να μας θέσει το εύλογο ερώτημα πώς καταφέρνει ένα παιδί του 1943 να γελάει σε έναν κόσμο που έχει γυρίσει ανάποδα! Τα πάνω ήρθαν κάτω και δεν βρίσκω καθόλου τυχαίο ή στημένο το φόντο, με τις διαφημιστικές ταμπέλες ανάποδα. Τίποτα στη θέση του την εποχή του σκότους, του πολέμου και της απειλής του θανάτου από στιγμή σε στιγμή.

Εγώ, γεννημένος μόλις δύο χρόνια μετά τη φωτογραφία με το κοριτσάκι, έχω ακόμα στη μνήμη τέτοια πρόσωπα που αναδίδουν φτώχεια, χαμόγελο και ελπίδα. Θυμάμαι τα μεγαλύτερα αδέλφια μου, τα γειτονάκια μου στη συνοικία των παραπηγμάτων της Καλλιθέας, στο ευρύτερο κέντρο της, πέριξ της Πλατείας Δαβάκη, με τις οδούς Φιλαρέτου, Δοϊράνης, Ματζαγριωτάκη, Δημοσθένους, Σκρα κ.λπ. να πρωτοστατούν στους πληθυσμούς των προσφύγων, στη λασπουριά καθώς και στα παραπήγματα των Ποντίων και των μεταναστών από άλλες περιοχές, με συμπατριώτες που αναζητούσαν να επιβιώσουν. Ολοι προσετίθεντο στους μικρασιάτες Ελληνες, στους Αρμένιους, στους Εβραίους, στον αγώνα για να βρουν ένα κομμάτι ψωμί.

Παραμένουν μέσα μου αυτές οι εικόνες, όπως οι χριστιανοί κρατούν τους αγίους ως φυλαχτό ζωής. Για την παιδική, εφηβική και μετέπειτα ηλικία μου κράτησα τους δικούς μου αγίους και με αυτούς πορεύτηκα, αφού όλα αυτά (σαν τη φωτογραφία) τα είδα, τα συναναστράφηκα, τους μίλησα, ταυτίστηκα, με την πείνα τους, την αγωνία, τον φόβο, τον τρόμο και ταυτόχρονα με μια χαρμολύπη ανεξήγητη, παράξενα υπαρξιακή, αλλόκοτα ελπιδοφόρα, στην εποχή του γερμανοϊταλικού φασισμού και της μακάβριας προετοιμασίας των δύο σκληρότατων εμφυλίων που ντρόπιασαν σύσσωμο το ελληνικό έθνος.

Μια φωτογραφία όντως ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις και τις περισσότερες φορές δεν αρκούν ούτε αυτές. Το συναισθηματικό φορτίο που προκαλείται είναι μεγάλο, ιδιαίτερα όταν πάνε και σκαλίζουν παλαιότερες πληγές και όλοι γνωρίζουμε πως η μνήμη ανακαλείται κυρίως από ό,τι έχει πληγωθεί, παρά από κάτι ευχάριστο που έχει ενισχύσει την ευμάρεια. Ολοι αναζητούν αυτό το κομμάτι της μνήμης να ζωντανέψει και κυρίως οι συγγραφείς, οι ποιητές, οι δημιουργοί! Η φωτογραφία του κοριτσιού καταγράφει ένα γλυκό χαμόγελο που μας τυλίγει στο πέπλο μιας αίσθησης πλανεύτρας. Πόση ευτυχία να μας εγγυηθεί αυτό το χαμόγελο; Ας το τοποθετήσουμε στην εποχή του και μόνο στον συγκεκριμένο χρόνο. Σε εποχή, όπως πολύ καλά θυμάμαι, σε όλες τις γειτονιές της Καλλιθέας, σε Μοσχάτο, Τζιτζιφιές, Θησείο, Πετράλωνα όπου περιφερόμουν, η κάθε οικογένεια είχε (τουλάχιστον) ένα θύμα ή σακάτη! Λίγο μετά το χαμόγελο της φωτογραφίας οι εξορίες και οι φυλακές και οι καταδιώξεις των αριστερών από την αστυνομία ήταν σε ημερήσια διάταξη. Ο φόβος, οι απειλές και η ανελευθερία πάντα παρόντα. Θα ήταν ίσως ωφέλιμο να γινόταν συνείδηση από τις νεότερες γενιές ο ζόφος της εποχής και βέβαια να γίνει κατανοητό το γιατί πάνω από εξήντα χρόνια η λογοτεχνία, το μυθιστόρημα, η ποίηση, το τραγούδι, οι εικαστικές τέχνες, το θέατρο, ο κινηματογράφος εξακολουθούν να παρακινούνται από μια έμμονη μνήμη εκείνης της εποχής, έτσι όπως αναδύεται από τη φωτογραφία του χαμογελαστού κοριτσιού.

Το χαμόγελο αυτό ίσως μας μπερδεύει έως κάποιο σημείο. Συγχρόνως, όμως, μας διδάσκει πως το ενθαρρυντικό αυτό χαμόγελο σηματοδοτεί και την ελπίδα που –ομολογώ –αυτή η χώρα, η Ελλάδα, δεν εγκατέλειψε ποτέ της! Ισως ήταν αυτό το όπλο της μέσα στα δίσεκτα χρόνια που ακολούθησαν.

Η εν λόγω φωτογραφία δεν έχασε ποτέ τη λάμψη και την επικαιρότητά της. Ερχεται και πάλι να μας θυμίσει το ίδιο δράμα, που αυτή τη φορά χτυπάει γειτονικούς λαούς φλεγόμενων εμπόλεμων χωρών της Μέσης Ανατολής, της Ασίας, της Αφρικής. Κατά δεκάδες χιλιάδες εισρέουν στην Ευρώπη και το ολοκληρωμένο δράμα το έχουμε πλέον μπροστά στα μάτια μας, αυτή τη φορά με άλλους πρωταγωνιστές.

Το κοριτσάκι της φωτογραφίας και πάλι είναι «εδώ»! Ενα ελληνάκι που εκδηλώνει μια στιγμιαία αισιοδοξία. Με τα λασπωμένα μποτάκια, φτωχοντυμένο πάλι, στημένο μπροστά στο ανάποδο τοπίο με τις επιγραφές και το χαμόγελο να μας μπερδεύει. Πώς να μην ανακαλέσει την παιδική μου μνήμη; Αναρωτιέμαι ποιες προοπτικές υπάρχουν για ένα παιδικό αισιόδοξο χαμόγελο ενός σημερινού μετανάστη μέσα στο γενικότερο τοπίο του παγκόσμιου αδιέξοδου γρίφου. Η μόνη σκέψη που θα μπορούσα να διατυπώσω είναι η αταβιστική ανάγκη του ανθρώπου να χαμογελάει ακόμα και μπροστά στο χάος και αυτό το διαθέτουν περισσότερο τα παιδιά από τους ενηλίκους. Η αθωότητα εξάλλου πάντα υπάρχει για να απλώνει φως στο γκρίζο τοπίο. Είναι και το μόνο στοιχείο (σημείο) της φωτογραφίας που έχω μπροστά μου που με βγάζει κατά κάποιο τρόπο από την επιστροφή στη σκληρή μνήμη που προανέφερα.

Παρατηρώ στα μεταναστευτικά-προσφυγικά κέντρα τα παιδάκια, δήθεν να αδιαφορούν για το μαρτύριο που βίωσαν από την απειλή της θάλασσας, να μη συνειδητοποιούν ότι επέζησαν και δεν είναι από «εκείνα» που κατέληξαν στον βυθό και παίζουν, γελάνε, ανέμελα δήθεν, μπροστά στο δράμα που αντιμετωπίζουν. Ισως να είναι ανθρώπινη νομοτέλεια: τα παιδιά είναι προορισμένα να συνδέονται με το γέλιο και το αισιόδοξο συναίσθημα. Οχι για το αντίθετο. Μόνο έτσι θα φορτίσουν την ψυχή τους για να αντέξουν την όποια πορεία. Το κοριτσάκι της φωτογραφίας, είτε εδώ είτε οπουδήποτε, χθες, σήμερα, αύριο, πάντα θα μας χαμογελάει για να μας σπρώξει προς τη ζωή και τις καθημερινές δράσεις για το μέλλον. Για να προσπαθήσουμε να το ομορφύνουμε.