Λένα Παπαληγούρα

Ηταν ο πρώτος ρόλος αφού τελείωσα τη σχολή του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν. Βρισκόμαστε το 2006 στο «Περλιμπλίν και Μπελίσα» του Λόρκα, έχω μόλις τελειώσει τη σχολή τον Ιούνιο και η οντισιόν είχε γίνει μέσα στον χειμώνα του 2005. Εχουμε αρχίσει πρόβες από τον Απρίλιο και το τελευταίο δίμηνο της σχολής κάνω παράλληλα και πρόβες, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη, για το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο είναι ο Αρης Λεμπεσόπουλος και η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου.

Την περίοδο εκείνη η Μαρίσσα έχει δύο μικρά παιδιά, δουλεύει και σε άλλη παράσταση, με αποτέλεσμα να πάθει υπερκόπωση. Δέκα μέρες λοιπόν πριν από την πρεμιέρα, ενόσω η ίδια προσπαθεί να το παλεύει αλλά είναι κουρασμένη, της λέει ο γιατρός ότι πρέπει να σταματήσει και να ξεκουραστεί. Είμαστε ήδη στο Αγρίνιο, έχουμε πρεμιέρα σε δέκα μέρες, είμαι 21 ετών και έχουν βγει οι αφίσες με το πρόσωπο της Μαρίσσας κανονικά. Πάμε στην πρόβα και έρχεται ο Θοδωρής Γκόνης και μου λέει ότι θα παίξεις εσύ τον ρόλο της Μαρίσσας. Παύση. Μου το είπε στις πέντε το απόγευμα, μέχρι τις έντεκα που σταμάτησε αυτή η πρώτη πρόβα είχα 40 πυρετό. Σκεφτόμουν ότι απλά ύστερα από αυτό μπορεί να με απελάσουν από τη χώρα, γιατί θα καταλάβουν πόσο κακή ηθοποιός είμαι. Ταυτόχρονα όμως σκεφτόμουν ότι είναι μια υπέροχη ευκαιρία να πω αυτά τα καταπληκτικά λόγια γιατί αυτό το έργο είναι μοναδικό και ότι δεν υπάρχει περιθώριο να μην το κάνω, γιατί θα κρεμάσω μια ολόκληρη παραγωγή. Ηλπιζα ότι ο Θοδωρής είχε δει κάτι σε μένα, γι’ αυτό και με πρότεινε. Εζησα δέκα εφιαλτικές και μαγικές μέρες μαζί, που κοιμόμουν το βράδυ και πετιόμουν ανά δέκα λεπτά στον ύπνο μου για να πω τα λόγια, γιατί ξαφνικά βρέθηκα να λέω όλο το έργο. Ηταν σημαντικός ο τρόπος που μου στάθηκε ο Αρης Λεμπεσόπουλος όχι μόνο γιατί δεν έπαθε πανικό, αλλά ήταν φοβερά γενναιόδωρος πάνω στη σκηνή και μου έμαθε πράγματα. Θυμάμαι ότι στη γενική πρόβα ρωτούσα σε ποια πράξη είμαστε, ένιωθα ότι ήμουν σε τρικυμία. Στην πρεμιέρα χειροκροτούσε ο κόσμος και όταν πήγα στο καμαρίνι και έκλεισα την πόρτα σκέφτηκα ότι θα αλλάξω δουλειά. Μετά ήρθαν οι θεατές και μου έλεγαν καταπληκτικά πράγματα και εγώ θεωρούσα ότι ήθελαν να με παρηγορήσουν μάλλον, αλλά έβλεπα στα μάτια τους ότι τους είχε αρέσει. Η παράσταση πήγε πολύ καλά εκείνο το καλοκαίρι και αυτή ήταν η βαθιά βουτιά μου στο θέατρο. Εκ των υστέρων σκέφτομαι ότι είναι πολύ ωραίο αν σου συμβεί αυτό γιατί δεν έχεις κανένα περιθώριο άμυνας και αντιλαμβάνεσαι ότι με πολλή δουλειά, ακόμη και σε πολύ λίγο χρόνο, γίνονται τα πράγματα.

Δημήτρης Ημελλος

Ηταν το 1995, δεν είχα τελειώσει ακόμα τις σπουδές, ήμουν φοιτητής στο τρίτο έτος. Ηταν «Η βασίλισσα του Χιονιού» στην Παιδική Σκηνή της Νίκης Τριανταφυλλίδη, σε σκηνοθεσία της ίδιας. Αυτό το παιδικό έργο ήταν η πρώτη εμπειρία μου στο θέατρο, που όπως για τους περισσότερους ηθοποιούς τα παιδικά είναι το πρώτο στάδιο. Θυμάμαι ότι η Τριανταφυλλίδη ήταν ένας πολύ ταλαντούχος άνθρωπος, γιατί πρώτη φορά συνεργαζόμουν με ανθρώπους της δουλειάς. Αλλο είναι όταν συναντάς στη σχολή έναν δάσκαλο και άλλο να τον αναγνωρίζεις πάνω στη δουλειά. Ηταν το πρώτο ταλέντο με το οποίο συνεργάστηκα. Επειδή είχα έναν ρόλο κακού, θυμάμαι πως μου είχε πει ότι «το παιχνίδι είναι να κάνεις τα παιδιά να σε συμπαθήσουν. Πρέπει να προσπαθείς να τα πάρεις με το μέρος σου, είναι κριτές και έχουν την τάση να δικάζουν μια ιστορία κατά κάποιον τρόπο». Μια πολύ έντονη εμπειρία που είχα ήταν σε μια από τις παραστάσεις που είχαμε παιδιά με σύνδρομο Ντάουν ως θεατές στις πρώτες θέσεις. Και ενώ κανονικά τα παιδιά στο τέλος της παράστασης μου πέταγαν κόκκινα μαντίλια ως σύμβολο φωτιάς για να λιώσω, αυτά τα παιδιά σηκώθηκαν και με υπερασπίστηκαν. Εκαναν μια ανθρώπινη αλυσίδα.

Δημήτρης Λιγνάδης

Ηταν το 1983, στο πρώτο έτος στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όταν με διάλεξαν για να παίξω τον πρόλογο που κάνει ο Ερωτας στον «Κατσούρμπο» του Γεωργίου Χορτάτση, στην Κεντρική Σκηνή. Ημουν 18 ετών και ένιωθα σαν το ψάρι έξω από το νερό. Θυμάμαι τα πάντα. Και πρώτα από όλα θυμάμαι όλο το έργο απέξω ακόμα και σήμερα. Κυρίως θυμάμαι τη μυρωδιά του Εθνικού που μύριζε σαν παλιά καύσιμα και είχε αυτή τη χαρακτηριστική μυρωδιά της γάτας. Φυσικά θυμάμαι τα κοστούμια, το τρακ που είχα και ότι έλεγα τι θέλω τώρα εγώ εδώ, γιατί το θέατρο το έβλεπα σαν χόμπι, δεν είχα σκοπό να το κάνω επάγγελμα. Ενας ακόμη ρόλος που μου έχει μείνει ήταν του Τρέπλιεφ στον «Γλάρο» του Τσέχοφ, το 1988, σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν. Θυμάμαι ότι έπρεπε να κάνω έναν μονόλογο και να ανάβω κάτι φαναράκια. Να μιλάω με φυσικότητα και να έχω αυτή τη δράση, με το σπίρτο. Ρώτησα τον Ντασσέν πώς θα το κάνω αυτό και μου είχε πει κάτι που ήταν πολύ αποστομωτικό και διδακτικό: «Εγώ δεν μπορώ να σου πω το πώς. Αυτό το έχεις μάθει στη σχολή. Εγώ θα σου πω το τι θα κάνεις και τι θέλω».

Δημήτρης Μυλωνάς

Το 2000, όταν αποφοίτησα από τη σχολή του Κώστα Καζάκου, ερμήνευσα τον Σερ Τόμπι από τη «Δωδέκατη νύχτα» του Σαίξπηρ. Ηταν η παράσταση που παρουσιάσαμε για τη διπλωματική και στη συνέχεια ανέβηκε στο θέατρο Τζένη Καρέζη, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Παίχτηκε για τρεις μήνες με μεγάλη επιτυχία και ήταν το πρώτο μου ξεκίνημα. Τότε ήμασταν σε μια κατάσταση οργασμού καθώς όσοι είχαμε πιστέψει στον Λιβαθινό ήμασταν ενθουσιασμένοι από τον τρόπο δουλειάς του, γιατί ήταν κάτι τελείως διαφορετικό και καινούργιο, χωρίς να υποτιμώ τους άλλους καθηγητές της σχολής, όπως την Αννα Μακράκη ή τη Φιλαρέτη Κομνηνού. Ηταν μια μέθοδος προσέγγισης του ρόλου που είχε διδαχθεί στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας όπου σπούδασε, οπότε όλο αυτό το καινούργιο που είχε φέρει εμένα με γοήτευσε. Είχε το μεγαλείο ψυχής να το μεταφέρει στους σπουδαστές και έτσι αυτό που μαθαίναμε στη σχολή έπαιρνε σάρκα και οστά πάνω στη σκηνή. Είχα ενθουσιασμό, άγχος, τρακ, αγωνία, χαρά, λύπη, απογοήτευση, ήταν όλα πολύ ακραία, έντονα και διαφορετικά συναισθήματα.

Χρήστος Λούλης

Ηταν μια αντικατάσταση ενός ηθοποιού που έκανα μέσα σε πέντε ημέρες στην παράσταση «Happy End» του Μπρεχτ στο Θέατρο Τέχνης, όταν ήμουν στο δεύτερο έτος στη σχολή, το 1998. Οι πρόβες έγιναν κακήν κακώς αλλά αυτό που θυμάμαι πιο πολύ είναι το πώς ένιωθα λίγο πριν και αφού βγήκα στη σκηνή. Ηταν σαν να ήμουν σε έναν συνεχόμενο σεισμό, τόσο πολύ έτρεμα. Ενιωθα ότι θα εκραγεί το κεφάλι μου, ότι θα πάθω καρδιακή προσβολή και είχε μουδιάσει το πρόσωπό μου. Εν πάση περιπτώσει, αυτή ήταν η πρώτη μου φορά στη σκηνή. Ο πρώτος πραγματικός ρόλος μετά τη σχολή ήταν ο Εντμοντ στον «Βασιλιά Ληρ» σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη, στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Δεν νομίζω πως ήμουν και ιδιαίτερα καλός, πώς άλλωστε θα μπορούσε να γίνει αυτό, αλλά θυμάμαι ότι αυτή η καθημερινή συνύπαρξη με τον Λαζάνη και τους υπόλοιπους ηθοποιούς ήταν κάτι που φεύγοντας από το σπίτι για να πάω στο θέατρο μου έδινε μια μυθολογική διάσταση.

Ημουν κάπου 22 χρόνων, ένιωθα μεγάλη ευγνωμοσύνη στον Λαζάνη που με διάλεξε και ταυτόχρονα λόγω της ανικανότητάς μου είχα πολλά σκαμπανεβάσματα στη διάθεση και στην ψυχολογία μου. Πότε ένιωθα θεός και πότε ένιωθα σκουπίδι. Και θύμωνα και καταθλιβόμουν και τώρα εκ των υστέρων, όταν θυμάμαι τους μεγαλύτερους ηθοποιούς και τον τρόπο που με αντιμετώπιζαν, μπορώ να τους καταλάβω όλους. Ακόμα και εκείνους που δεν μου έδιναν σημασία, ήθελαν να με βοηθήσουν και να με συμβουλεύσουν. Με αφορμή τον πρώτο μου ρόλο, θυμάμαι τα παιδιά που γνωρίζω και κάνουν τον πρώτο τους ρόλο σε παραστάσεις που παίζω τώρα. Ετσι, κάνω μια σύνδεση στο μυαλό μου, ο πιτσιρικάς που παίζει τώρα με τον πιτσιρικά που ήμουν εγώ τότε και σκέφτομαι ότι οι πιτσιρικάδες όλων των εποχών είναι ίδιοι. Ο πρωτάρης είναι σχεδόν παντού ο ίδιος.