Εχει τσίπα. Οι τσίφτες αποτελούν ορισμένους από τους μόνιμους ενοίκους του. Και τα λαγοπόδαρα που είναι απλωμένα στους πάγκους του δεν είναι εκεί για να φέρουν την καλή τύχη αλλά για να μαζέψουν πολύτιμα ρινίσματα. Κι αν όλα τούτα σας πούμε ότι είναι εκθέματα ενός ολοκαίνουργιου μουσείου, δύσκολα θα μαντεύατε το θέμα του. Διότι πόσοι γνωρίζουμε, αλήθεια, ότι η τσίπα δεν είναι παρά ένα πλέγμα για την κόλληση συρμάτινων αντικειμένων, ο τσίφτης, η λαβίδα και το λαγοπόδαρο απαραίτητα εργαλεία για έναν αργυροτεχνίτη;

Ταπεινοί εργάτες που μένουν στη σκιά των εντυπωσιακών έργων τέχνης τα οποία δημιουργούν. Αθέατοι πρωταγωνιστές που τώρα κερδίζουν μια θέση κάτω από τα φώτα, δίπλα στα κομψοτεχνήματα που γεννιούνται με τη βοήθειά τους και συστήνονται μαζί με τους τεχνίτες που τους κράτησαν στα χέρια τους. Ροδάνια και βούρτσες, τροχοί, σφυριά κι αμόνια, τριμμένα κεραμίδια, κούτσουρα, θειάφι και μόλυβδος, σαβάτι και κοράλλια. Εργαλεία και πρώτες ύλες που δούλεψαν και δουλεύτηκαν με πάθος και μεράκι, με φαντασία και έμπνευση για να χτίσουν μια μεγάλη σχολή αργυροτεχνίας που ήκμασε στην περιοχή των Ιωαννίνων από τον 17ο έως τα μέσα του 20ού αιώνα. Αυτά αποτελούν πλέον τα πολύτιμα εκθέματα ενός μουσείου – κοσμήματος, του Μουσείου Αργυροτεχνίας, του ένατου κατά σειρά ιδρύματος με το οποίο κλείνει το Δίκτυο Θεματικών Μουσείων του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ). Ενα μουσείο για την ολοκλήρωση του οποίου –από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι μελέτες –απαιτήθηκαν οκτώ χρόνια και στενή συνεργασία μεταξύ του ΠΙΟΠ και του υπουργείου Πολιτισμού, το οποίο έχει παραχωρήσει τους χώρους. Γι’ αυτό κι «αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που αναδεικνύει τα άριστα αποτελέσματα στα οποία μπορεί να φτάσει η σύμπραξη μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα και στον πολιτισμό που δεν είναι κάτι συνηθισμένο», τονίζει η πρόεδρος του ΠΙΟΠ Σοφία Στάικου.

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ. Στον δυτικό προμαχώνα του Ιτς Καλέ –της νοτιοανατολικής ακρόπολης του Κάστρου των Ιωαννίνων –και στα παλιά μαγειρεία, συνολικά σε 700 τ.μ. που ώς τώρα δεν ήταν παρά ξεχασμένα ερείπια, ακολουθώντας τους στενούς διαδρόμους κάτω από την πέτρα η επίσκεψη στο μουσείο αποτελεί μια ξεχωριστή εμπειρία. Κι αυτό διότι η ιστορία, όπως τα γιαταγάνια που παρήγγειλε ο Ιωάννης Καποδίστριας για να τα δωρίσει στους οπλαρχηγούς, συναντά την καθημερινότητα, επί παραδείγματι μέσα από τα μεδουλάρια –τις θήκες για το μεδούλι που χρησιμοποιούσαν οι πολεμιστές για να λυπαίνουν τα όπλα τους, τα μαχαίρια και τα τάσια με τα οποία έπιναν νερό. Η θρησκεία μέσα από τα χριστιανικά, οθωμανικά και εβραϊκά φυλαχτά που συγκατοικούν στην ίδια κρυστάλλινη προθήκη συνυπάρχει με τη γυναικεία φιλαρέσκεια όπως εκφράζεται μέσα από τα περίτεχνα νυφιάτικα διαδήματα και τα κομψά κεμέρια (πόρπες της επίσημης φορεσιάς). Κι αν τα 45 αυτά εξαιρετικά έργα που έχουν βρει τη θέση τους δίπλα στο πορφυρό κόριαν με το οποίο έχει ντυθεί η πέτρα για να ζεσταθεί χρωματικά στον όροφο του κομψού νέου μουσείου, στο ισόγειο βρίσκεται η κουζίνα του αργυροτεχνίτη, το φορτωμένο εργαλεία, μυστικές συνταγές και μόχθο εργαστήρι του, όπως παρουσιάζεται μέσα από σχεδόν 250 αντικείμενα.

Παρών ήδη από την πρώτη στιγμή που περνά κάποιος το κατώφλι του χώρου ο ήχος από τα διάφορα σφυριά που χρησιμοποιεί ο τεχνίτης για να μετατρέψει το ασήμι σε περίτεχνο και λαμπερό έργο τέχνης. Κι ύστερα διαδραστικοί χάρτες, ψηφιακές εφαρμογές και ολόκληρα τμήματα εργαστηρίων που έχουν μεταφερθεί στο μουσείο εξηγούν μέσα από τα πρωτότυπα εργαλεία, γκραβούρες και φωτογραφίες πώς σφυρηλατείται ένα αντικείμενο, πώς ο τεχνίτης άνοιγε το φύλλο –τεχνική που δεν υφίσταται πλέον –τι ρόλο είχε το καμίνι και πώς το σαβάτι, το μαύρο κράμα για τη διακόσμηση, δεν ήταν μόνο ανθυγιεινό αλλά και για την κατασκευή του ο κάθε δημιουργός εφάρμοζε τη δική του μυστική συνταγή.

Κι αν φεύγοντας ο επισκέπτης έχει πάρει τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που τέθηκαν γύρω από την εντυπωσιακή κανδήλα της εισόδου –πού και πότε άνθησε η αργυροτεχνία στην Ηπειρο, την προέλευση του ασημιού, πώς γινόταν η επεξεργασία του, ποιο ήταν το προφίλ των δημιουργών, των λεγόμενων χρυσικών ή κουγιουμτζίδων και ποιο του αγοραστικού κοινού –μπορεί να ελέγξει τις γνώσεις στο διαδραστικό παιχνίδι ταχύτητας και γνώσεων με τους κύβους που αλλάζουν χρώμα σε κάθε σωστή απάντηση. Αλλά και να πάρει μια γεύση από τη σύγχρονη παραγωγή και τα προβλήματα των δημιουργών που ακόμη υπηρετούν την τέχνη του αργυροχόου μέσα από έργα τέχνης και μαρτυρίες καταγεγραμμένες σε βίντεο. Υστερα από όλα τούτα η προσδοκία για 60.000 επισκέπτες ετησίως ίσως να είναι συγκρατημένη.

INFO

Μουσείο Αργυροτεχνίας, Ιτς Καλέ, Κάστρο Ιωαννίνων, τηλ. 26510 64065. Είσοδος 3 ευρώ και μειωμένο 1,5.