Οταν τον δεις σε ένα από τα αγαπημένα του μεζεδοπωλεία στο κέντρο της Αθήνας να πίνει κρασί και να απολαμβάνει την παρέα με τους φίλους του, ούτε που μπορείς να διανοηθείς ότι είναι ένας από τους διαπρεπέστερους αρχαιολόγους παγκοσμίως, ακαδημαϊκός και σύμβουλος επί πολιτιστικών θεμάτων του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας. Οταν αρχίσει να σου μιλάει σε άπταιστα ελληνικά, μπορεί να υποψιαστείς από την προφορά του ότι δεν είναι Ελληνας, αλλά το πάθος του για τη γλώσσα και ο τρόπος με τον οποίο υποστηρίζει τους Ελληνες –«δεν έχετε ελαττώματα» μου είχε πει την πρώτη φορά που είχαμε συναντηθεί πριν από 15 χρόνια –σε κάνουν να αμφιβάλλεις τελικά για την εθνική του ταυτότητα. Υπερασπίζεται με θέρμη ότι «όσοι αιώνες κι αν περάσουν, τα έργα του πολιτισμού ανήκουν εκεί που γεννήθηκαν». Εχει πρωταγωνιστήσει επί 15 χρόνια σε επαναπατρισμούς κλεμμένων αρχαιοτήτων από τις χώρες προέλευσής τους –με κορυφαία στιγμή ίσως την επιστροφή τού αριστουργηματικού κρατήρα του Ευφρονίου που βρισκόταν παράνομα στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης –και έχει καταγράψει τις διαπραγματεύσεις και τις εμπειρίες του από όλη αυτή την προσπάθεια σε τρία βιβλία.

Και τώρα ο Λουί Γκοντάρ, ο βελγικής καταγωγής ιταλός πολιτογραφημένος επιστήμονας και πανεπιστημιακός δάσκαλος, είναι εκείνος που κατάφερε ύστερα από σκληρή μάχη να κερδίσει τη θέση του προέδρου της Διεθνούς Ενωσης για τον Επαναπατρισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα και να επαναφέρει την πολιτική τής διπλωματικής λύσης για το ελληνικό αίτημα, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, Αυστραλό Ντέιβιντ Χιλ που πίστευε στη δικαστική διεκδίκηση και είχε πρωτοστατήσει στην ανάθεση της υπόθεσης στο γραφείο όπου εργάζεται η Αμάλ Αλαμουντίν – Κλούνι.

Η μάχη της προεδρίας δεν ήταν διόλου εύκολη καθώς τα πνεύματα ήταν οξυμμένα και οι εθνικές επιτροπές είχαν διχαστεί σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα: τους αγγλοσάξονες και τις υπόλοιπες χώρες. Το δυνατό πολιτικό παιχνίδι που παίχτηκε στα παρασκήνια δίχασε ακόμη και τη Βρετανία, η οποία συμμετέχει με δύο επιτροπές στη Διεθνή Ενωση, με αποτέλεσμα η μια να υποστηρίζει τον προτεινόμενο από τον απερχόμενο Ντέιβιντ Χιλ, τον Μάθιου Τέιλορ (ο οποίος εξελέγη τελικώς αντιπρόεδρος), και η άλλη τον Λουί Γκοντάρ. Τελικά όμως η προσωπικότητα και η εμπειρία του σε ζητήματα επαναπατρισμού αρχαιοτήτων κι έργων τέχνης, όσα έγραψε στο υπόμνημα που μοίρασε στα μέλη των εθνικών επιτροπών –ότι η Ελλάδα δίδαξε δυο βασικές αξίες στον κόσμο: να σηκώνει το ανάστημά του απέναντι στην αδικία, φέρνοντας ως παραδείγματα τον Προμηθέα αλλά και τους νεκρούς του Πολυτεχνείου, και ότι «γέννησε» τη δημοκρατία -, αλλά και το γεγονός ότι η υποψηφιότητά του αποτελούσε πρόταση του προέδρου της ελβετικής επιτροπής και ιδρυτή του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Γενεύης Ντουσάν Σιντζάνσκι, όλα αυτά συνετέλεσαν ώστε να κερδίσει τη θέση.

Στα 71 του χρόνια ο Λουί Γκοντάρ είναι έτοιμος να ξεκινήσει μια ακόμη μάχη για ένα θέμα που δεν έχει πάψει ποτέ να τον απασχολεί, καθώς με κάθε ευκαιρία δήλωνε ότι «είναι απαράδεκτο ένα τέτοιο μνημείο να είναι κομμένο σε κομμάτια και οι Αγγλοι να μη θέλουν να επιστρέψουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Ελλάδα». Αλλωστε, για τον φιλέλληνα που απέδειξε –μελετώντας το τρίτο μεγαλύτερο αρχείο πινακίδων Γραμμικής Β’ στην αρχαία Καδμεία, στη Θήβα –την αδιαμφισβήτητη σύνδεση της συγκεκριμένης γραφής με την ελληνική γλώσσα, η σχέση του με την Ελλάδα μοιάζει καρμική. Μαθητής του δημοτικού ακόμη, στο χωριό των 40 κατοίκων στο Βέλγιο, διαπίστωσε την έλξη που του ασκούσε ο ελληνικός πολιτισμός.

Οι σπουδές του τον οδήγησαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα της χούντας κι από τότε κάθε χρόνο έρχεται στα καθ’ ημάς δύο με τρεις μήνες κυρίως στην Κρήτη για ανασκαφές και μελέτη, εκεί όπου έμαθε να μιλά και να γράφει ελληνικά. Η ανέλιξή του στη θέση του καθηγητή Αιγαιακού Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Νάπολι δεν άργησε και μαζί οι 70 μονογραφίες και τα περισσότερα από 250 επιστημονικά άρθρα σχετικά με τους πολιτισμούς της Μεσογείου και την ιστορία τους, ενώ από το 2002 έχει αναλάβει χρέη συμβούλου για ζητήματα πολιτιστικής κληρονομιάς στο πλευρό του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας.

Η λίστα με τις διακρίσεις που έχει δεχθεί από τουλάχιστον 16 χώρες –στην Ιταλία έχει λάβει την ανώτερη τιμή καθώς έχει ανακηρυχθεί «Ιππότης του Μεγαλόσταυρου» –αλλά και το γεγονός ότι είναι μέλος σε πολλές ακαδημίες –ανάμεσά τους στην Accademia dei Lincei στη Ρώμη, της Γαλλίας και των Αθηνών –δεν επιτρέπουν σε κάποιον εύκολα να σκεφτεί ότι ο συγκεκριμένος επιστήμονας είναι εκείνος που δεν θα τηρήσει τις αποστάσεις και θα καθήσει μαζί με τους φοιτητές του στο ταβερνάκι της Νάπολι για φαγητό ή θα συζητήσει με την ίδια άνεση με έναν πρωθυπουργό κι έναν εργάτη στην ανασκαφή.

Πρόβα για τον νέο του στόχο έχει ήδη κάνει φέρνοντας, έστω και προσωρινά στην Αθήνα, ένα θραύσμα από τα Γλυπτά του Παρθενώνα από την ανατολική ζωφόρο, το οποίο βρίσκεται στο Μουσείο του Παλέρμο. Τώρα πρέπει να σταθεί απέναντι στο Βρετανικό Μουσείο, να βγάλει τα διπλωματικά βέλη από τη φαρέτρα του και να θέσει στο επίκεντρο των προσπαθειών του τα λευκά γύψινα εκμαγεία του Μουσείου Ακρόπολης να αντικατασταθούν με τις γλυπτές μαρμάρινες δημιουργίες που σχεδίασε ο Φειδίας για το κορυφαίο μνημείο της κλασικής αρχαιότητας.