Το 1982 καταργήθηκε η σχολική ποδιά. Η απόφαση προβλήθηκε ως ριζοσπαστική, φεμινιστική, απελευθερωτική για τις μαθήτριες. Την καλοδέχθηκαν οι περισσότεροι Ελληνες. Η υλοποίησή της έφερε –φευ! –τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Οι οικονομικές ανισότητες μεταξύ των οικογενειών αποτυπώνονταν πλέον κραυγαλέα σε ό,τι φορούσαν κάθε μέρα στο σχολείο οι θυγατέρες τους. Οι εύπορες ξεχώριζαν από τις οικονομικά αδύναμες με την πρώτη ματιά. Το γούστο και το λούσο της καθεμιάς –λούσο αποτελεί και ένα επιμελώς λιωμένο τζιν –επεσκίαζαν συχνά την προσωπικότητά τους, πόσω δε μάλλον την επίδοσή τους στα μαθήματα. Τα προαύλια μετατράπηκαν σταδιακά σε πασαρέλες. Με τον καλπασμό δε της τεχνολογίας και την απροθυμία ή την αδυναμία των διδασκόντων να εξορίσουν διά ροπάλου τα κινητά, τα iPod και τις ταμπλέτες, τα ελληνικά γυμνάσια και λύκεια –ενίοτε και τα δημοτικά –έγιναν στάδια επίδειξης για ανήλικους καταναλωτές. Την ίδια ώρα που τα αριστοκρατικότερα –και ακριβότερα –εκπαιδευτήρια του εξωτερικού φημίζονται για την αυστηρότητά τους. Οι μαθητές του Ιτον στην Αγγλία φοράνε, αιώνες τώρα, γκρίζο κοστούμι και λευκό κολλαριστό πουκάμισο.

Η μοίρα της σχολικής ποδιάς καθρεφτίζει τη συμπεριφορά των Αρχών στην Ελλάδα, σε κάθε τομέα, κατά τη Μεταπολίτευση. Κρίνουμε ότι κάποιος κανόνας πάλιωσε, πως δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες; Αντί να τον εκσυγχρονίσουμε, τον καταργούμε πανηγυρικά. Ή σιωπηρά παύουμε να τον εφαρμόζουμε. Προκαλεί ένα μέτρο που λάβαμε έντονες συντεχνιακές αντιδράσεις; Το κάνουμε, σε εύλογο χρόνο, γαργάρα. Καθότι ο λαός έχει πάντα δίκιο –ποιοι είμαστε εμείς που θα του πάμε κόντρα;

Ετσι πήρανε τον κακό κατήφορο τα πανεπιστήμια. Ετσι κατέληξαν προσχηματικές –ή αντικείμενο συναλλαγής –όλες σχεδόν οι εξετάσεις, των εξετάσεων για δίπλωμα οδήγησης περιλαμβανομένων. Ετσι ξεχαρβαλώθηκε η Δημόσια Διοίκηση. Και το κοινωνικό κράτος, το οποίο επαγγέλλονταν οι προοδευτικές δυνάμεις, κατάντησε ξεδιάντροπα πελατειακό.

Ωσπου το 2010 το κράτος εκκωφαντικά φαλήρισε. Και τότε επέλασαν οι τρόικες και τα Μνημόνια επί δικαίους και αδίκους και στράγγιξαν τα δηλωθέντα εισοδήματα κάθε νομοταγούς, αφού τους ήταν δύσκολο να εντοπίσουν το μαύρο χρήμα. Ετσι πληρώσαμε πανάκριβα το «χύμα». Το «χύμα» που μας βόλευε και μας διάβρωνε, που σχεδόν καμαρώναμε για εκείνο, βαφτίζοντάς το «ελληνικό τρόπο ζωής».

Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι. Ατυχήσαμε –εδώ και δύο σχεδόν γενιές –να έχουμε ηγεσίες δίχως ραχοκοκαλιά, οι οποίες απολάμβαναν τα προνόμιά τους και έτρεμαν το πολιτικό κόστος. Ουσιαστικές κοινωνικές και ιδεολογικές συγκρούσεις σπανίως σημειώνονταν. Γι’ αυτό και ο «πόλεμος» Σημίτη – Χριστόδουλου για τις ταυτότητες έχει περάσει στην Ιστορία. «Εκλέξτε με πρωθυπουργό, δήμαρχο, πρύτανη και θα ικανοποιώ αβλεπεί όλα σας τα αιτήματα!» ήταν η ουσιαστική επωδός τού κάθε υποψηφίου. Το εκλογικό σώμα επιβράβευε όποιον πλειοδοτούσε πιο πειστικά.

Η μαλθακότητα αποτελεί νόσο κολλητική. Από τις ηγεσίες μεταδόθηκε στον κόσμο. Είχαμε φτάσει οι απεργίες να πραγματοποιούνται Παρασκευή ή Δευτέρα για να εξασφαλίζουν στους διαμαρτυρόμενους ένα τριήμερο Σαββατοκύριακο. Οι καταλήψεις των σχολείων –ολονυχτίες στις τάξεις με σουβλάκια, πίτσες και τράπουλες –να θεωρούνται κοινωνικοί αγώνες. Ωστε ο Πρωθυπουργός μας να παριστάνει σήμερα τον μπαρουτοκαπνισμένο. Η Εθνική Αντίσταση, η πάλη ενάντια στη χούντα και το «Κάτσε καλά Γεράσιμε!», όλα ανάκατα στη λαϊκή συνείδηση, ένας πολτός χύμα στο κύμα…

Υπηρετούσε ένας φίλος κάποτε, με δυσμενή μετάθεση, μόνος του σε έναν φάρο στη Λήμνο. Του τη δίνει ένα πρωί, πετάει τη στολή και φεύγει –με άδεια από τη σημαία –διακοπές στην Ικαρία. «Κόλλησα και μια γυμνή φωτογραφία της Σίντι Κρόφορντ στην πόρτα του φυλακίου, έτσι για το γαμώτο. Ελειψα τέσσερις μέρες. Ρισκάρισα χοντρά. Εάν περνούσε το περίπολο, την είχα βάψει. Θα με έστελναν στρατοδικείο!». «Το γλέντησες στην Ικαρία;». «Οχι ιδιαίτερα. Μέθυσα όμως απ’ το ρίσκο!».

Κάλλιο ρίσκο παρά χύμα. Κάλλιο μαθητική ποδιά με σκίσιμο μέχρι το μπούτι και κίνδυνος αποβολής από αυστηρή διευθύντρια παρά «μπάτε σκύλοι αλέστε». Διότι τα αλεστικά τα λουζόμαστε τελικά όλοι. Ανυπεράσπιστοι λόγω μαλθακότητας.