Εξαλλη η Μαριέττα στο τηλέφωνο.

–Να τρελαθώ; Θα τρελαθώ.

–Ηρεμα. Ηρεμα. Βαθιές ανάσες πάρε. Παίρνε βαθιές ανάσες. Ελα. Ησυχα. Τι συμβαίνει; Ποιος; Τι; Πού;

–Κανείς, εγώ μόνη μου.

–Ναι, τι έπαθες;

–Με ξέρεις εμένα, Σταμάτη μου. Ημουνα εγώ ποτέ δεξιά; Πάντα του προοδευτικού δεν ήμουνα;

–Κατά κάποιον τρόπο.

–Οχι κατά κάποιον. Παντί τρόπω, Σταμάτη μου, παντί.

–Ωραία, παντί. Λέγε.

–Ε, λοιπόν, χθες, προχθές, πότε ήτανε ανάθεμα την ώρα, έπιασα να δω τη συζήτηση στη Βουλή για την παιδεία.

–Στον γιατρό το είπες;

–Οχι, μία φορά τη βδομάδα μού το επιτρέπει.

–Και…

–Καλά, στην αρχή μόνο για την παιδεία δεν μιλούσανε. Πιάσανε πάλι τον Καλογρίτσα, τα κανάλια, τη διαπλοκή, τον ΕΝΦΙΑ, τον ΜΕΜΦΙΑ και κάποια στιγμή όπως το ‘φερε η κουβέντα ρίξανε στο τραπέζι και την παιδεία. Δεν μπορώ να πω, με τον Μητσοτάκη καλά τα πήγα, έλεγε τα αυτονόητα, γέλαγε από μέσα του ο Τσίπρας, κανένα πρόβλημα. Αλλά μετά σηκώθηκε και μίλησε (το «μίλησε» τώρα σηκώνει κουβέντα) ο Αδωνις. Στην αρχή από τον τόνο και μόνο της φωνής λέω κάνα βιβλίο του θα διαφημίζει, τόσο τον είδα αναψοκοκκινισμένο. Μετά όμως κατάλαβα ότι είναι μες στο θέμα. Και τότε άρχισε η ταχυαρρυθμία μου, να πηγαίνουνε οι σφυγμοί ντούκου ντούκου, ντούκου ντούκου και μετά ντούκου σκέτο. Μέχρι να πάρω το υπογλώσσιο ήταν πολύ αργά.

-Μα κι εσύ πρωτάρα είσαι; Αφού ξέρεις, πρώτα το υπογλώσσιο, περιμένεις 10 λεπτά και μετά ο Αδωνις.

–Οχι, αγάπη μου, δεν είναι η πρώτη φορά που τον ακούω. Είναι η πρώτη φορά που μ’ έπιασα να συμφωνώ μαζί του. Τρελάθηκα, σου λέω, η γυναίκα. Λέω, εκεί κατάντησα πια; Τόσο πολύ; Να συμφωνώ με τον Αδωνη; Είναι δυνατόν; Αρχισα να αμφιβάλλω για τον εαυτό μου. Εβαλα με τον νου μου χίλια πράγματα. Λέω, μήπως έχω παρακρούσεις; Μήπως ήπια δυο φορές το Τ4 για τον θυρεοειδή; Μήπως που άφησα το παράθυρο του μπάνιου ανάνοιχτο και με πήρε το μπουγάζι ξώφαλτσα κι ανέβασα πυρέτιον; Μήπως που έφαγα το μεσημέρι παπουτσάκια; Ολα τα σκέφτηκα. Ανθρωποι είμαστε. Προσπάθησα να με καθησυχάσω κι άρχισα ν’ ακούω προσεκτικά και ήρεμα. Δεν θα το πιστέψεις. Εξακολουθούσα να συμφωνώ μαζί του. Και τότε θυμήθηκα. Πόσα χρόνια είμαστε χωμένοι στο σκωρ; (Το λέω ομηρικά, το «σκωρ» – του «σκατός», για να ακούγεται πιο έτσι). Πόσα χρόνια λοιπόν τρώμε το σκωρ με το κουτάλι; Εξι; Επτά; Εγώ σου λέω και οκτώ, δεν θα τα χαλάσουμε εκεί τώρα, παιδιά είμαστε; Λοιπόν, θυμάμαι εκεί κατά το 2012, καλοκαίρι ήτανε, με ρώτησε ο Μανώλης, ξέρεις, από την παρέα στο Παγκράτι, «Τι κάνεις, πώς τα πας;». Του λέω, όπως όλοι μας, αγάπη μου. Δεν βλέπεις; Είναι ζωή αυτή; Μ’ έχει βαρέσει η κρίση στο κεφάλι.

Χαμογέλασε ο Μανώλης. Και τι μου λέει ο αφιλότιμος ο Κάλχας.

«Αυτά που ζούμε, Μαριέττα μου, δεν είναι τίποτα. Αυτά είναι τα προεόρτια. Ξέρεις πότε θα αρχίσει το μεγάλο πανηγύρι; Πότε πρέπει ν’ ανησυχείς; Οταν αρχίσεις να συμφωνείς με τον Αδωνη. Τότε πια δεν μας σώζει τίποτα». Σταμάτη, ακούς; Σταμάτη; Καλέ, μου το ‘κλεισες; Δεν το πιστεύω.