Σεμνός, προσηνής και την ίδια στιγμή καυστικός, άνθρωπος που δεν μασούσε τα λόγια του. Είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που απέδιδαν οι κριτικοί στα εισαγωγικά κείμενα των προγραμμάτων, όταν αναφέρονταν στον Νέβιλ Μάρινερ. Ο σπουδαίος αρχιμουσικός άφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της Κυριακής, σε ηλικία 92 ετών. Γεννήθηκε στο Λίνκολν της Βρετανίας το 1924 και άρχισε την καριέρα του ως βιολονίστας στην Ορχήστρα Φιλαρμόνικα και στη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου. Σε ηλικία 34 ετών ιδρύει την περίφημη ορχήστρα Ακαδημία του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών (St Martin in the Fields). Από το 1969 έως το 1978 διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής της Ορχήστρας Δωματίου του Λος Αντζελες, ενώ από το 1979 έως το 1986 κατείχε την ίδια θέση στην Ορχήστρα της Μινεσότα. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα ήταν και επίτιμος καλλιτεχνικός διευθυντής στη δική μας Καμεράτα – Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής. Αλλωστε είχε συναντηθεί αρκετές φορές με το αθηναϊκό κοινό μέσω της Ακαδημίας του.

«ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ». Με τις ηχογραφήσεις των έργων του Μότσαρτ για το σάουντρακ της ταινίας «Αμαντέους» (1984) του Μίλος Φόρμαν το όνομά του πέρασε σε ένα ευρύτερο κοινό, χτυπώντας συνολικά 6,5 εκατομμύρια πωλήσεις. Αλλά ακόμη κι αυτές είναι ένα μικρό μέρος της δημιουργικής του πορείας που περιλαμβάνει περισσότερες από 1.000 ηχογραφήσεις, όπου κυριαρχεί ως μαέστρος. Ο Μάρινερ δήλωνε με την ίδια άνεση φανατικός θαυμαστής του Δημήτρη Μητρόπουλου και ερασιτέχνης βοηθός κηπουρού. Αλλοτε πάλι αποκάλυπτε την ευχαρίστηση και την έμπνευση που έβρισκε καθώς κερνούσε σαμπάνια στο ξενοδοχείο Ritz τον άγγλο συνθέτη Γουίλιαμ Γουόλτον. Πολλοί είναι εκείνοι που τον έχουν χαρακτηρίσει ως τον πιο «Γάλλο» από τους βρετανούς μαέστρους, κυρίως για τη μουσική του ευαισθησία, ορμώμενοι από το γεγονός ότι στο βιογραφικό του μνημονεύονται μόνο δύο δάσκαλοί του: ο Ρενέ Μπενεντετί, με τον οποίο ο Μάρινερ εμβάθυνε στη μελέτη του βιολιού στο Ωδείο των Παρισίων, και ο Πιερ Μοντέ, από τον οποίο πήρε μαθήματα διεύθυνσης ορχήστρας. Μέχρι το τέλος θεωρούσε εχθρό της κλασικής μουσικής την ομοιογένεια του ήχου. Σε μια παλιότερη εμφάνισή του στην Αθήνα (2003) σχολίαζε την επόμενη ημέρα της Ακαδημίας: «Θέλουν να είναι μια ορχήστρα δωματίου χωρίς μαέστρο, θέλουν να αναζητήσουν έναν αρχιμουσικό νέο στα 30 ή στα 40 του που να ταιριάζει στο ύφος τους ή θέλουν να διασπαστούν σε μικρότερα σύνολα; Εμένα με ενδιαφέρει να διατηρήσουν τον ιδιαίτερο ήχο, τον οποίο διαμορφώσαμε στα 40 χρόνια που δουλέψαμε μαζί. Στη σημερινή εποχή της απόλυτης ομοιογένειας αυτό είναι το σημαντικότερο ζητούμενο».