«Κατάγομαι από μια μικρή παραθαλάσσια πόλη όπου σχεδόν όλα αποπνέουν λίγη απάτη. Οπως κι εγώ». Ετσι αρχίζει η αυτοβιογραφία του Μπρους Σπρίνγκστιν, που κυκλοφόρησε την περασμένη εβδομάδα με τίτλο «Born to run». Κι όταν το περιοδικό «L’Obs» τον ρωτά αν το γράψιμο του βιβλίου τον λύτρωσε από την εντύπωση ότι είναι απατεώνας, απαντά αρνητικά. «Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που γίνεται κανείς καλλιτέχνης. Να βρεθεί σε μια προνομιούχα θέση μεταξύ των απατεώνων για να υπηρετήσει την αλήθεια! Ολοι οι καλλιτέχνες το έχουν αυτό, καθώς και πολλοί άλλοι».

Από τότε που έβγαλε το πρώτο του άλμπουμ, το 1973, η πορεία του Σπρίνγκστιν χαρακτηρίζεται από μια υποδειγματική συνέπεια. Παρέμεινε πάντα πιστός στις αρχές του και στις ρίζες του. Υπερασπίστηκε πάντα τους εργάτες, τους φτωχούς, τους μαύρους, τους κοινωνικά αποκλεισμένους. Εδωσε μια υπόσχεση πως «Εκεί που παίζονται οι ζωές κι όπου τα όνειρα ζουν και πεθαίνουν/ Θα είμαι στην ώρα μου και θα πληρώσω το τίμημα/ του να θέλω αυτά που βρίσκει κανείς/ μονάχα στο σκοτάδι στην άκρη της πόλης» –και την τήρησε ευλαβικά. Μοναδική προσωπικότητα. Και, φυσικά, οπαδός του Ομπάμα. «Εγώ είμαι ο πρόεδρος, αυτός είναι ο boss», είπε κάποτε ο τελευταίος.

Καταγόμαστε από μια μικρή χώρα με πολλές θάλασσες όπου (σχεδόν) όλα αποπνέουν (λίγη) απάτη. Οπως κι εμείς. Διάφοροι εθνικοί καλλιτέχνες τραγούδησαν αυτή την απάτη, αν και δύσκολα θα μπορούσε να συγκριθεί κανείς με τον Σπρίνγκστιν. Ποιος θα ήταν άραγε ο έλληνας boss, ο Χατζιδάκις, ο Σαββόπουλος; Πάντως όχι ο Μίκης. Και γιατί οι νεότεροι δυσκολεύονται τόσο; Ισως μια εξήγηση είναι ότι, αντίθετα με τις φυσιολογικές χώρες, η απάτη εδώ μεγαλώνει με τα χρόνια. Αλλάζει χρώμα, από γαλάζια ή πράσινη γίνεται κόκκινη, και απλώνεται παντού. Το σκοτάδι δεν περιορίζεται στην άκρη της πόλης, καλύπτει τα πάντα, κι όχι μόνο επειδή το μεγαλύτερο σκάνδαλο της εποχής μας έχει να κάνει με τηλεοπτικές άδειες.

«Μια μέρα θα κοιτάξουμε πίσω κι όλα θα μας φανούν αστεία», λέει ο Σπρίνγκστιν στη «Rosalita». Εμάς, πάλι, μάλλον όχι.