Το παρελθόν μας κολυμπάει στο αίμα. Είναι γεμάτο θύτες και θύματα, κατακτητές και κατακτημένους, επιτιθέμενους και αμυνόμενους, νικητές και ηττημένους. Από αυτό το ματωμένο παρελθόν επιχείρησαν να ξεφύγουν οι Ευρωπαίοι με την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης. Για να ζήσουν, όπως αποδείχθηκε, τα καλύτερά τους χρόνια. Ακόμη κι αν αυτή η ευτυχισμένη περίοδος απειλείται από την αναβίωση των εθνικισμών, η ουσία δεν αλλάζει: ποτέ στο παρελθόν η ευρωπαϊκή ταυτότητα δεν ήταν τόσο ισχυρή, ποτέ μια γενιά δεν άφησε τόσο γρήγορα πίσω της τα μίση τής προηγούμενης.

Για ανθρώπους των οποίων οι πατεράδες και οι παππούδες είχαν πολεμήσει μεταξύ τους, το αποτέλεσμα είναι μοναδικό. Ακόμη και οι εθνικισμοί του 21ου αιώνα δεν τρέφονται από κάποιου είδους ενδοευρωπαϊκή μισαλλοδοξία. Ο εχθρός της γαλλικής Ακροδεξιάς, για παράδειγμα, είναι η ευρωπαϊκή ιδέα, όχι οι Γερμανοί ή οι Βέλγοι. Μπορεί οι γερμανοί εθνικιστές να θέλουν να υψώσουν ξανά τα σύνορα της χώρας τους, αλλά δεν διεκδικούν ούτε μισό τετραγωνικό μέτρο από την Πολωνία ή την Αυστρία. Ο νέος εθνικισμός είναι εσωστρεφής. Είναι ένα τέρας που αναδιπλώνεται στο εαυτό του, μια απειλή που διαπνέεται από πνεύμα απομονωτισμού.

Εργαλειοποιώντας το ματωμένο μας παρελθόν με την επίσκεψή του στο Σκοπευτήριο, τη δεύτερη σε 18 μήνες, ο έλληνας Πρωθυπουργός υπονομεύει την πιο σημαντική κατάκτηση αυτού που υπήρξε και παραμένει το πιο συναρπαστικό πείραμα συμβίωσης στην Ιστορία. Και το υπονομεύει προς όφελος των παλιών εθνικισμών –όπως αυτός που εμφανίστηκε ξαφνικά αμφισβητώντας τη Συνθήκη της Λωζάννης και την κυριότητα νησίδων στο Αιγαίο. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση ψάχνει για πεθαμένους στρατιώτες των Ναζί. Ενώ την πόρτα της χτυπάει ένας ολοζώντανος σουλτάνος.