Έχει ως εννοιολογική αφετηρία τη βύθιση του Τιτανικού, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη διαρκή τραμπάλα του ανθρώπινου γένους ανάμεσα στην ύβρη και την παράνοια ή την σημασία των μεγάλων ηχείων. Δεν πρόκειται όμως για δοκίμιο: ο άνθρωπος που αυτοπροσδιορίστηκε ως «μη-μουσικός» (προτιμώντας όρους όπως «ηχητικός τοπογράφος»), που έπαιξε πλήκτρα στους Roxy Music, που συνέβαλε στο τελικό αποτέλεσμα της «Τριλογίας του Βερολίνου» του Ντέιβιντ Μπόουι και που με δίσκους όπως «Music for airports» όρισε την ambient σαν μουσική «απαρατήρητη και ταυτόχρονα ενδιαφέρουσα», απλώς συμπεριέλαβε τις παραπάνω αναφορές στην τελευταία του ηχητική εγκατάσταση με τίτλο «The Ship».

Όλα ξεκίνησαν έπειτα από την ανάθεση ενός ηλεκτρονικού στούντιο της Σουηδίας –ενός εκ των παλαιότερων του κόσμου όλου. Πρότεινε στον άνθρωπό μας να χρησιμοποιήσει τον πλούσιο εξοπλισμό του, το πραγματικά ενδιαφέρον κομμάτι της δημιουργίας όμως προέκυψε όταν ο Ίνο αισθάνθηκε ότι ακουγόταν σχεδόν όπως και σε παλιότερες δουλειές του. Άρχισε να βαριέται. Κάποια στιγμή διαπίστωσε ότι πλέον μπορούσε να τραγουδήσει σε χαμηλή Ντο («ένα από τα καλά της ηλικίας είναι ότι πέφτει η φωνή σου, όπως βέβαια και άλλα πράγματα, δυστυχώς» θα έλεγε αργότερα γελαστός) και κάπως έτσι στάθηκε στο κέντρο εκείνου του στούντιο, ανάμεσα στα δώδεκα επιβλητικά του ηχεία, με την εντύπωση ότι βρίσκεται εν πλω. Σύντομα διαισθάνθηκε την αργή ανάδυση ενός τραγουδιού. «Ενός τραγουδιού» θα παρατηρούσε κατόπιν, «που μπορείς να σταθείς μέσα του».

Σήμερα, αρκεί να σταθείς στο κέντρο του υποφωτισμένου δωματίου της Στέγης που φιλοξενεί το «Τhe Ship» και τίποτα δεν ακούγεται πομπώδες ή παράταιρο: συνθεσάιζερ αλλά και έγχορδα, ήχοι από τη ναυτική ζωή ή στίχοι για τη θνητότητα, περιγραφές επιζώντων, χαζά στρατιωτικά τραγουδάκια, αλλά και μια διασκευή στους Velvet Underground, στήνουν ένα ηχοτοπίο που πότε απλώνεται αργά σαν ομίχλη, πότε εκρήγνυται και ξεσπά, πότε χειραφετείται με τη βοήθεια του rock’n’roll. Απαιτεί η βίωσή του βαθιές γνώσεις ή κρυμμένες πληροφορίες; Όχι απαραίτητα. Ο ίδιος ο δημιουργός του πάντως, στη χτεσινή συζήτησή του με δημοσιογράφους, είχε ένα σωρό πράγματα να πει για την τέχνη, την ιστορία την πολιτική.

Ύβρις και παράνοια: Ο πρώιμος 20ος αιώνας μου θυμίζει το σήμερα. Τότε είχαμε αυτοκρατορίες, «πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν»: το 1913 νόμιζαν ότι θα υπάρχουν για πάντα. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο όμως, κατέρρευσαν. Ο Τιτανικός ήταν το διαφημιστικό τρέιλερ του τέλους τους, παρουσιάστηκε σαν ένα πλοίο αβύθιστο που θα έσπαγε κάθε ρεκόρ, χωρίς τίποτα να πάει στραβά. Και λόγω υπερβολικής αυτοπεποίθησης συγκρούστηκε με ένα παγόβουνο. Συγκρίνετε τώρα αυτά με την εισβολή στο Ιράκ το 2003. Ο αμερικανός πολιτικός Κένεθ Άντελμαν έγραφε στην Ουάσιγκτον Ποστ άρθρα με τίτλο «Ένα περίπατος στο Ιράκ», ο Τζορτζ Μπους πίστευε ότι ο πόλεμος δεν κρατήσει πάνω από ένα μήνα και ο Ντικ Τσέινι, έξι βδομάδες. Πρόκειται για ύβρη που πάει χέρι-χέρι με την παράνοια: στο απώτατο της εξουσίας τους, οι αυτοκρατορίες βρίσκονται στο απώτατο του τρόμου. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου η Αμερική οδηγήθηκε σε ακραία σημεία παράνοιας. Κι εμείς πληρώνουμε το τίμημα στα αεροδρόμια.

Velvet Underground και Διαφωτισμός: Δεν ξέρω τι σκεφτόταν ο Λου Ριντ όταν έγραφε «είμαι απελευθερωμένος / για να βρω μια νέα ψευδαίσθηση». Η ανάγνωσή μου πάντως στο «I’m set free» είναι η εξής: σύμφωνα με την τυπική θέση του Διαφωτισμού, θα προσεγγίσουμε την πραγματικότητα αν είμαστε καλοί στην επιστήμη και τον ορθό λόγο. Δεν το πιστεύω. Πιστεύω ότι θα βρούμε απλώς μια καλύτερη περιγραφή της συγκεκριμένης στιγμής της ιστορίας. Να εξηγηθώ: ο ισραηλινός ιστορικός Γιουβάλ Νώε Χαράρι, στο βιβλίο «Sapiens» (σ.σ.: εκδ. Αλεξάνδρεια) καταγράφει όλες τις ιστορίες που λένε μεταξύ τους οι άνθρωποι. Όταν συμφωνούμε όλοι στην ίδια, τα πράγματα πάνε καλά. Το χρήμα ας πούμε, είναι ένα κομμάτι χαρτί που συμφωνούμε ότι έχει αξία -όταν κάποια στιγμή το ’30 κάποιοι είπαν ότι δεν έχει, χρειαζόμασταν βαλίτσες με λεφτά για μια φρατζόλα ψωμί. Όταν λοιπόν τραγουδάω το «I’m set free», δεν εννοώ ότι όλα είναι ψεύτικα και μάταια. Εννοώ ας μην πιστεύουμε ότι θα βρούμε την αλήθεια κι ας συμφωνήσουμε σε μια συναίνεση που να λειτουργεί. Κι όταν χρειαστεί, την αλλάζουμε.

Ο Μπετόβεν στο δωμάτιο: Κάνουμε λες και τα ηχεία δεν υπάρχουν. Προσποιούμαστε ότι ακούμε μια ορχήστρα ή μια μπάντα, στην πραγματικότητα όμως ακούμε εκείνα. Λατρεύω τα μεγάλα ηχεία και έχω πειραματιστεί μαζί τους. Δεν μου αρέσουν αυτά τα μικρά ακουστικά –είναι σαν να καταπίνεις ένα χάπι αντί για κανονικό φαγητό. Κάνουν την ακρόαση μια ατομική διαδικασία, ενώ είναι κάτι που απολαμβάνουμε όλοι μαζί. Ένας από τους λόγους που πάμε σε συναυλίες είναι η συντροφικότητα και ίσως η μουσική πρέπει να αλλάξει όνομα πια. Πριν αρχίσει να ηχογραφείται ήταν εφήμερη: αν είχες ακούσει την 5η Συμφωνία δώδεκα φορές στη ζωή σου ήταν πολύ. Χώρια που ποτέ δεν ακουγόταν το ίδιο. Είχε να κάνει ακόμα και με το χώρο. Για να την ακούσεις έπρεπε να μεταβείς κάπου: ο Μπετόβεν δεν θα ερχόταν στο δωμάτιό σου.

Ο Τζέρεμι Κόρμπιν επανεκλέγεται: Τον υποστηρίζω. Γιατί; Θα πρέπει να μνημονεύσω κάτι που νομίζω είχε πει ο Οκτάβιο Παζ: «μπορεί ο κομμουνισμός να μην ήταν η σωστή απάντηση ήταν όμως η σωστή ερώτηση». Έτσι κι ο Κόρμπιν: ίσως δεν έχει τις σωστές απαντήσεις, θέτει όμως τις σωστές ερωτήσεις. Αυτό που συμβαίνει με τα κυρίαρχα κόμματα στην Αγγλία, είναι ότι αποδέχονται μια βασική φιλοσοφία με μικρές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους: τον φονταμενταλισμό της ελεύθερης αγοράς. Το Εργατικό Κόμμα του Τόνι Μπλερ είχε την ίδια πολιτική με τους Συντηρητικούς, με λίγο περισσότερη ευγένεια. Ο Κόρμπιν λέει ότι ίσως όλο το μοντέλο είναι λάθος. Δεν ξέρω αν έχει την τελική απάντηση. Είμαι ωστόσο βέβαιος ότι όσοι στέκονται απέναντί του, δεν έχουν καμία.

Τέχνη που δεν τελειώνει ποτέ: Σκέφτομαι πάντα την τέχνη σαν κάτι ημιτελές. Τουλάχιστον μέχρι να φτάσει σε κάποιο κοινό. Δεν ολοκληρώνεις ποτέ ένα έργο, το κοινό είναι που το ολοκληρώνει. Και το ολοκληρώνει με τα σχόλια, τις απόψεις και τα συναισθήματα με τα οποία το περικλείει. Έτσι και με τη μουσική: αρχίζεις να γράφεις ένα κομμάτι και εκείνο τελειοποιείται από όσους το ακούν. Ίσως λοιπόν, όταν υπάρχουν λιγότερα έργα εκεί έξω, ολοκληρώνονται καλύτερα. Από περισσότερους ανθρώπους. Με καλύτερες συζητήσεις.

60’s για πάντα: Όλοι ακούγανε περίπου την ίδια μουσική τότε. Όλοι ήξεραν ποιος είναι ο Hendrix και οι Beatles και είχαν και γνώμη. Τώρα, αντί για λίγα κυρίαρχα ρεύματα, υπάρχουν χιλιάδες ποικιλίες. Τα σύγχρονα μουσικά είδη είναι σαν να προσεγγίζεις την τροπική ζώνη και να συναντάς όλο και περισσότερες μορφές ζώων και φυτών. Εκπλήσσομαι διαρκώς από το πόσο φανταστική μουσική βγαίνει, νιώθω σχεδόν αμήχανα και σκέφτομαι να συνταξιοδοτηθώ. Ίσως φταίει που οι δισκογραφικές κάποτε λειτουργούσαν σαν φίλτρο, ενώ πλέον έχουν περίπου εξαφανιστεί. Αφήστε όμως να σας πω και το πλεονέκτημα των 60’s: ακριβώς επειδή δεν υπήρχε τόσο πολλή μουσική, οι άνθρωποι την γνώριζαν βαθύτερα.

Όταν γνώρισα τον Γιάνη: Συνέβη μέσω μιας κοινής μας φίλης, της οικονομολόγου Μαριάνα Ματσουκάτο. Τα πήγαμε πολύ καλά. Είναι πολύ ευγενικός, αστείος και επίσης, είναι φανατικός βιβλιόφιλος. Χριστέ μου, έχει διαβάσει τόσα βιβλία, πρόκειται για πολύ μορφωμένο άνθρωπο. Ασχολήθηκα και με το DiEM 25 και αισθάνθηκα ό,τι και με τον Κόρμπιν. Δεν ξέρω αν είναι η σωστή απάντηση, αλλά θα είμαι πολύ χαρούμενος αν είναι μια καινούρια ψευδαίσθηση.

Brexit όπως Ντόναλντ Τραμπ: Το Brexit ήταν λες και ενώ όλοι εμείς οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι περιμέναμε να συμβεί μια επανάσταση κοιτάζοντας κάπου αλλού, τελικά συνέβη, όχι όμως από εμάς. Όπως και με τους υποστηρικτές του Ντόναλντ Τραμπ, που παρεπιμπτόντως θα κερδίσει. Ξέρετε γιατί; Γιατί όσοι θα ψηφίσουν εναντίον του, είναι κολλημένοι στα γαμημένα iPad τους. Αν ψηφίζανε μέσω Facebook θα κέρδιζε η Χίλαρι Κλίντον. Οι ψηφοφόροι της είναι κολλημένοι σε ένα κόσμο με οθόνες, δεν ξέρουν πώς να χρησιμοποιήσουν ένα ψηφοδέλτιο και ένα στιλό. Μπορεί να ξεκινήσουν για το εκλογικό κέντρο, να διαβάσουν κάτι για την Πάρις Χίλτον και να ξεχαστούν. Οι ψηφοφόροι του Τραμπ θα ψηφίσουν ακόμα και αν πρέπει να ξενυχτήσουν στην ουρά.

Ντέιβιντ Μπόουι, ένας αστείος άνθρωπος: Συνομιλούσαμε μέσω mail. Είχαμε μια ιδέα για να κάνουμε κάτι μαζί, που βέβαια δεν έγινε ποτέ. Δεν είναι γνωστό, ήταν όμως ένας πολύ αστείος άνθρωπος, με σπινθηροβόλο πνεύμα. Ενώ ήθελε να εμφανίζεται σοβαρός, ήταν τρομερός πλακατζής. Τις προάλλες στο τρένο χάζευα τα μηνύματά μας και ήταν εντυπωσιακό το χιούμορ του και το πώς έπαιζε με τις ιδέες. Κάθε φορά υπέγραφε και με άλλο όνομα, συνήθως από κάποια άγνωστη παλιά τηλεοπτική ή ραδιοφωνική προσωπικότητα. Ήταν αδύνατο να το γνωρίζεις αν δεν είχες μεγαλώσει στην Αγγλία του ’50.

Η ambient και το μέλλον: Τις προάλλες, το Pitchfork είχε μια λίστα με τα πενήντα καλύτερα άλμπουμ της ambient. Την χάζευα από το τέλος ως την αρχή και έλεγα «κοίτα να δεις, δεν υπάρχει το “Music for Airports”». Τελικά ήταν στην πρώτη θέση. Υπήρχαν πάντως και πολλοί δίσκοι που δεν γνώριζα, μερικοί εκ των οποίων πολύ πρόσφατοι. Δεν νομίζω λοιπόν ότι έχουν παρέλθει οι καλές μέρες της ambient. Είναι ένα είδος που μάλλον εμπλουτίζεται. Η διαφορά με παλιότερες εποχές είναι τα φωνητικά: κάποτε αποκλείονταν. Ελπίζω όμως αυτό να αλλάξει.

INFO

«The Ship», έως 23/10.Είσοδος ελεύθερη με δελτία εισόδου, εκθεσιακός χώρος Στέγης Ιδρύματος Ωνάση (Συγγρού 107). Ομιλία τουBrianEnoαπόψε στις 19:00 στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης, τηλ.: 210 9005800.