ο εγχείρημα να ξαναγράψεις Σαίξπηρ απαιτεί φαντασία, τόλμη και θράσος: από μια ιδέα που γεννήθηκε στο μυαλό της Ιόλης Ανδρεάδη ξεπήδησε αυτός ο Ληρ, ο «Νεαρός Ληρ» ή καλύτερα ο «Young Lear». Μαζί με τον Αρη Ασπρούλη συνυπογράφουν το σύγχρονο κείμενο. Το πρωτότυπο ήταν απλώς η αφορμή και αυτό είναι απολύτως ξεκάθαρο.

Κορυφαίο έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ (William Shakespeare, 1564 – 1616) ο «Βασιλιάς Ληρ» αποτελεί μια τραγωδία για την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου: η σύγκρουση με τη μοίρα, το γήρας, η τρέλα, η δίψα για εξουσία, η εσωτερική διαδρομή του ανθρώπου. Ενας πατέρας αναμετράται με τις κόρες του, με τον εαυτό του.

Η Ιόλη Ανδρεάδη είναι μια νέα δημιουργός, με πλούσιο βιογραφικό (σπουδές σκηνοθεσίας στη RADA και στο King’s College, στο Θέατρο Τέχνης και στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πολλές σκηνοθεσίες, εντός και εκτός Ελλάδας, ιδρυτικό μέλος του World Wide Lab του Μπομπ Γουίλσον). Του «Yοung Lear» προηγήθηκε η «Οικογένεια Τσέντσι», βασισμένη στο έργο του Αντονέν Αρτό, από το μυθιστόρημα του Στεντάλ.

«Η ιδέα που προτείνεται εδώ εστιάζει σε έναν Ληρ με ανάποδη διανομή και δύο επίπεδα αφήγησης. Ο κεντρικός ρόλος ερμηνεύεται από έναν νέο σε ηλικία ηθοποιό, παρά την αντίστροφη ηλικία του ρόλου. Ενα θεατρικό πείραμα που στόχο έχει τη σύνδεση της βιωματικής εμπειρίας ως μέρος της αποδοχής ενός ρόλου ερμηνείας», σημειώνει στο πρόγραμμα της παράστασης η Ιόλη Ανδρεάδη, εξηγώντας μια «πρώτη σκέψη» που έκανε το 2013 για το έργο της.

Πέντε αδέλφια, τρία κορίτσια και δύο αγόρια, βρίσκονται εν αναμονή της εξέλιξης μιας σοβαρής επέμβασης στην οποία υποβάλλεται ο πατέρας τους. Η επικείμενη πτώχευση της οικογενειακής επιχείρησης βρίσκεται στο επίκεντρο. Στον προθάλαμο του νοσοκομείου παίζουν το παιχνίδι που έπαιζαν με τον πατέρα τους όταν ήταν παιδιά κι αυτό είναι το εύρημα: τώρα είναι ο μεγάλος γιος που υποδύεται τον πατέρα που με τη σειρά του υποδύεται τον Ληρ. Δύο παράλληλες ιστορίες που δεν καταφέρνουν να γίνουν ένα, κυρίως γιατί πέρα από τις αδυναμίες του κειμένου η σκηνοθεσία εξαντλείται μέσα από τα στιγμιότυπα που στήνονται και τους συμβολισμούς που εμποδίζουν τη δημιουργία όλου – συνόλου.

Εδώ ο Ληρ παρουσιάζεται αδύναμος, ένας ανάμεσα στους άλλους. Δεν διαθέτει μεγαλείο και κύρος, ούτε βιώνει την πτώση αντιστοίχως. Οι σχέσεις με τις κόρες του περιγράφονται, δεν βιώνονται.

Η καθοριστική παρουσία του Τρελού, του οποίου η τρέλα στην παράσταση της Ανδρεάδη ερμηνεύεται ως απόλυτη μοναξιά, χάνεται μέσα στο παιχνίδι των συμβόλων. Κι όμως, η τραγική μορφή τού μοναχικού ήρωα αποτελεί ίσως την πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση σ’ αυτό το παράλληλο σύμπαν. Eδώ το εύρημα θα μπορούσε να έχει καθοριστικό ρόλο –γιατί κατά τα άλλα, το εύρημα λειτούργησε ως άλλοθι για μια σκηνοθεσία.

Το ηχητικό περιβάλλον (αυτός ο βασανιστικός βόμβος αναμονής έξω από ένα χειρουργείο) και οι φωτισμοί (των νοσοκομειακών αποχρώσεων) προσδίδουν στην παράσταση στοιχεία των προθέσεών της, τη στιγμή που το σκηνικό (άδειος χώρος γεμάτος καρέκλες…) λειτουργεί αρνητικά στην όποια ατμόσφαιρα. Κινησιολογικά οι ηθοποιοί υπακούουν σε έναν δικό τους κώδικα, μη ευρέως αναγνωρίσιμο, που ενίοτε ηχεί παράφωνα στη σκηνή. Μέσα σε αυτό το τοπίο οι ερμηνείες δεν βοηθούν το αποτέλεσμα –με τον Μιλτιάδη Φιορέντζη να ξεχωρίζει στον διπλό ρόλο Ληρ και πρωτότοκου.