Η φράση «ζην επικινδύνως» αποδίδεται στον Νίτσε. Εγινε όμως πιο γνωστή στην ιταλική της εκδοχή («vivere pericolosamente»), όταν τη χρησιμοποίησε ο Μουσολίνι σε μια ομιλία του τον Αύγουστο του 1924 στο Μεγάλο Συμβούλιο του Φασισμού. Οι φασίστες θεωρούσαν γενικά ότι η αγάπη του ρίσκου είναι μια θετική ιδιότητα. Και τους γοήτευε η βία, στη ζωή και στον θάνατο. Ο ίδιος ο Μουσολίνι φέρεται να οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα το αυτοκίνητό του σε επικίνδυνους δρόμους για να δείξει πόσο θαρραλέος ήταν.

Η ίδια αυτή νοσηρή αγάπη του ρίσκου φαίνεται να έχει κυριεύσει φέτος τους πληθυσμούς διαφόρων χωρών. Αλλά το μότο της εποχής είναι ελαφρώς παραλλαγμένο. Ο δημοσιογράφος της Ελ Παΐς Τζον Κάρλιν προτείνει το «vivere stupidamente». Ελληνιστί, «ζην βλακωδώς». Η πρώτη σοβαρή εκδήλωση αυτού του συνδρόμου ήταν η ψήφος του περασμένου Ιουνίου στη Βρετανία υπέρ του Brexit. Η δεύτερη ήταν η προχθεσινή ψήφος στην Κολομβία κατά της ειρήνης. Και η τρίτη και φαρμακερή μπορεί να είναι η ψήφος του ερχόμενου Νοεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες υπέρ του Τραμπ.

Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι οι Βρετανοί, οι Κολομβιανοί και οι Αμερικανοί καταλήφθηκαν ξαφνικά από κρίση βλακείας, κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ απλοϊκό. Το κοινό σημείο των τριών αναμετρήσεων είναι όμως ο κυνισμός των πολιτικών και η αφέλεια των πολιτών. Ο Μπόρις Τζόνσον ισχυρίστηκε ότι η Βρετανία καταβάλλει 350 εκατομμύρια λίρες την εβδομάδα στην ΕΕ. Ο πρώην πρόεδρος της Κολομβίας Αλβαρο Ουρίμπε ισχυρίστηκε ότι αν εγκριθεί η συμφωνία, ο επόμενος πρόεδρος της χώρας θα προέρχεται από τις τάξεις των ανταρτών. Και ο Τραμπ ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ένα τείχος 3.200 χιλιομέτρων θα σταματήσει την εισροή μεξικανών βιαστών και εμπόρων ναρκωτικών στο αμερικανικό έδαφος. Ολα ψέματα. Αλλά οι ψηφοφόροι τα πιστεύουν. Ή απλώς θέλουν να ρισκάρουν.

Οι συνταξιούχοι δέχθηκαν χθες βροχή χημικών στο κέντρο της Αθήνας επειδή θέλησαν να διαμαρτυρηθούν για τα ψέματα που τους είπε, και συνεχίζει να τους λέει, ο Πρωθυπουργός. Αντέδρασαν δηλαδή εμπράκτως στο «ζην βλακωδώς». Το σύνδρομο αυτό, όμως, δεν είναι δυστυχώς στιγμιαίο, έχει διάρκεια, δύσκολα καταπολεμάται κι ακόμη πιο δύσκολα θεραπεύεται. Αφήνει δε πάντα ίχνη.