Δύο δημοψηφίσματα που έγιναν και ένα που έρχεται αποδεικνύουν ότι ο θεσμός αυτός δεν οδηγεί αυτόματα σε καλύτερη δημοκρατία. Ισως στο αντίθετο.

Στην Κολομβία οι πολίτες κλήθηκαν να επικυρώσουν –μη δεσμευτικά –τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που είχε πετύχει ύστερα από πολλά χρόνια αιματηρού εμφυλίου πολέμου η κυβέρνηση με τους αντάρτες του FARC. Οπως κάθε τέτοια συμφωνία, καμία πλευρά δεν μπορεί –και δεν πρέπει –να είναι πλήρως ικανοποιημένη, οι δε αμοιβαίες υποχωρήσεις είναι όχι μόνο μέρος αλλά η ουσία της προσπάθειας. Φυσικά έχει κάτι το «άδικο» η αμνήστευση εγκλημάτων που έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη ζωή και φυσικά είναι δυνάμει επικίνδυνο να εισχωρήσουν μέλη μιας πρώην επαναστατικής ομάδας στην κοινοβουλευτική ζωή της χώρας. Ομως το κέρδος, η κοινωνική ειρήνευση, είναι υπέρτερο, ή τουλάχιστον η εκλεγμένη κυβέρνηση έχει δικαίωμα να το θεωρεί υπέρτερο και να αγωνίζεται για την επίτευξή του.

Ασφαλώς κάθε κυβέρνηση οφείλει να λαμβάνει υπόψη της το διάχυτο λαϊκό αίσθημα, ιδίως σε ζητήματα καίριας σημασίας, όμως δεν πρέπει επίσης να ξεχνά ότι ο λαός δεν αποφαίνεται μέσα από τα δημοψηφίσματα για τα ερωτήματα που του τίθενται αλλά υπέρ ή κατά εκείνων που τους έθεσαν τα ερωτήματα. Η παλαιόθεν επιστημονική διάκριση ανάμεσα σε referendum και plebiscite, δηλαδή σε γνήσια δημοψηφίσματα επί ειδικών ζητημάτων και σε αναζήτηση διά βοής επικύρωσης γενικών τάσεων, έχει αφήσει τη θέση της στις μέρες μας στην εσωτερική διαφοροποίηση μεταξύ διαφόρων ειδών plebiscite: αυτών διά των οποίων ο λαός καλείται να επικυρώσει μια πολιτική γραμμή και εκείνων μέσω των οποίων αναζητεί την ενδυνάμωσή της μια ομάδα εξουσίας. Η θέση, συνεπώς, σε μια τέτοια δοκιμασία ζητημάτων που έχουν σχέση με τις ελευθερίες ή που εκ φύσεως απαιτούν τεχνικές γνώσεις και λεπτές σταθμίσεις αποδυναμώνει και τα ζητήματα και τη διαδικασία λαϊκής απόφανσης. Στην Κολομβία λίγοι –λιγότεροι από το 50% –ψήφισαν και με βασικό κριτήριο την τύχη της κυβέρνησης και όχι της χώρας.

Αντίθετη στόχευση αλλά, ευτυχώς, αντίθετο αποτέλεσμα είχε και το «δημοψήφισμα» που προκήρυξε ο πρόεδρος της Ουγγαρίας για τη μεταναστευτική πολιτική της χώρας του. Εδώ η λέξη μπαίνει σε εισαγωγικά, όχι μόνο γιατί δεν νοείται δημοψήφισμα για τέτοιο θέμα –που αφορά ελευθερίες, οι οποίες μάλιστα επηρεάζουν και άλλες χώρες –αλλά γιατί οι δημοκρατικές περγαμηνές του συγκεκριμένου καθεστώτος είναι αποδεδειγμένες. Ο Ορμπαν κέρδισε συντριπτικά (πάνω από 90% των όσων ψήφισαν υποστήριξαν την πολιτική του) αλλά στην ουσία έχασε (πάνω από το 50% των συμπολιτών του δεν κατέβηκε καν να ψηφίσει).

Το κατώφλι συμμετοχής είναι μια απαραίτητη δικλίδα ασφαλείας. Το ότι δεν υφίσταται στο δημοψήφισμα που έρχεται στην Ιταλία το καθιστά ακόμα πιο ανοιχτό και ακόμα πιο επικίνδυνο: η αποσταθεροποίηση όλης της Ευρώπης στον βωμό περικοπής των αρμοδιοτήτων της ιταλικής Γερουσίας είναι ένα πολιτικό ρίσκο που δεν αντέχει σε καμία λογική. Αλλά ο κατά τα άλλα φιλευρωπαίος κύριος Ρέντσι φρόντισε να βγάλει το τζίνι από το μπουκάλι.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος