«Εκείνη»: Τίποτα δεν με διασκεδάζει περισσότερο αυτές τις μέρες από τις κριτικές που διαβάζω στο Διαδίκτυο για το νέο πόνημα του Πολ Βερχόφεν, ο οποίος επιστρέφει θριαμβευτικά, ταλαιπωρώντας όμως μια φράξια κριτικών που έμαθαν να «διαβάζουν» το σινεμά με δυο – τρία εργαλεία όλα κι όλα. Και δώσ’ του αναλύσεις περί φεμινισμού, μισανδρίας, κουλτούρας βιασμού και μηδενιστικής ανυπαρξίας από μυαλά που αδυνατούν να συλλάβουν πως σκηνοθέτες όπως ο Βερχόφεν μπορούν και ίπτανται θεαματικά πέραν του σεξισμού και του αντισεξισμού, του φεμινισμού και του μισογυνισμού, ζητημάτων δηλαδή που οι ίδιοι είχαν λυμένα πριν καν πιάσουν στα χέρια τους μια κινηματογραφική κάμερα. Προσέξτε όμως: αυτό δεν συνιστά μια απουσία ηθικής ματιάς –είναι από μόνο του μια (πάνω απ’ όλα) πολιτική θέση.

Η ταινία ξεκινά με τον βιασμό της Μισέλ –η ίδια όμως δεν καλεί την αστυνομία ούτε συμπεριφέρεται ως θύμα. Ως χαρακτήρας αποτελεί αυτό που λέμε «περιπτωσάρα»: Είναι επικεφαλής μιας εταιρείας βίαιων βιντεοπαιχνιδιών, έχει ερωτικό δεσμό με τον σύντροφο της καλύτερής της φίλης, έναν καλόκαρδο και αφελή γιο που ετοιμάζεται να παντρευτεί την εγκυμονούσα –και καταπιεστική –σύντροφό του, μια σεξομανή μητέρα που επίσης ετοιμάζεται για γάμο (με τον ζιγκολό της), ενώ η ίδια αποτελεί το τέκνο ενός κτήνους που βρίσκεται εδώ και πέντε δεκαετίες στη φυλακή για μια σειρά δολοφονιών –εξού και η απέχθεια της προς την αστυνομία. Με μια σκηνοθετική γραφή που ισορροπεί κομψά ανάμεσα στο τραγικό και στο γελοίο (ακριβώς όπως και η εκπληκτική ερμηνεία της Ιζαμπέλ Ιπέρ), ο Βερχόφεν τοποθετεί σ’ έναν μουντό παριζιάνικο καμβά μικρές χιουμοριστικές νάρκες που σκάνε σε χρόνο ανύποπτο, θυμίζοντάς μας τον σκηνοθέτη του «Τέταρτου ανθρώπου».

Και μονάχα ένας αυθεντικά θρασύς σκηνοθέτης θα μπορούσε, σε μια τόσο συντηρητική εποχή, να στήσει μοναδικά αμφίσημες σεκάνς (θυμηθείτε τον βιασμό της Σουζάν Γιορκ στα «Αδέσποτα σκυλιά» του Σαμ Πέκινπα) όπου, ακριβώς επειδή γλιτώνει τον εξευτελισμό, θριαμβεύει υφαίνοντας μια σαρκοβόρα, φινετσάτη και λίγο ανοικονόμητη φάρσα που διασκεδάζει όχι με το κεντρικό της θέμα, αλλά με το παράλογο σύμπαν που περιβάλλει μια καθ’ όλα αξιοθαύμαστη ηρωίδα. Θα μπορούσατε να φανταστείτε έναν χιουμορίστα Χάνεκε; Κοπιάστε.

Βαθμοί: 7

Ροθ, ξανά

«Αγανάκτηση»: Αμερική, 1951. Ο Μάρκους, μοναχοπαίδι εβραϊκής οικογένειας, βρίσκεται σ’ ένα πανεπιστήμιο μακριά από το σπίτι, όπου όμως, παρακινούμενος από τον ιδεαλισμό της νιότης, συγκρούεται με τον συντηρητισμό και την αρτηριοσκληρωτική σκέψη που προσπάθησε εξαρχής να αποφύγει. Στη μεταφορά της «Ταπείνωσης» του Φίλιπ Ροθ (σε βιβλίο του οποίου στηρίζεται και το σημερινό φιλμ), οι Μπάρι Λέβινσον (σκηνοθέτης) και Αλ Πατσίνο (πρωταγωνιστής) έδειχναν αποφασισμένοι να υπηρετήσουν τον κεντρικό ήρωα ώς το τέλος, ακόμη κι αν τους «έφευγε» η ίδια η ταινία. Εδώ πάλι ο Τζέιμς Σέιμους που σκηνοθετεί συγκρατεί μέχρι τέλους το πλούσιο υλικό του και το αποτέλεσμα είναι μεν απολύτως πιστό στο πρωτότυπο, στερεί όμως από το τελικό αφήγημα αυτό το υπόγειο συγκρουσιακό πλέγμα, τόσο απαραίτητο για την πλήρη κατανόηση του ροθικού σύμπαντος. Εξαίσιοι οι Λόγκαν Λέρμαν και Σάρα Γκέιντον.

Βαθμοί: 6

Μοναδικό ντοκουμέντο

«Η τελευταία παραλία»: Φαντάζομαι τους συν-δημιουργούς αυτού του ντοκιμαντέρ (Θάνος Αναστόπουλος και Νταβίντε ντελ Ντεγκάν) ελαφρώς πελαγωμένους μπροστά στο υλικό τους. Αν έχεις ζήσει από κοντά, για δυο χρόνια, τους θαμώνες της τελευταίας πολυσύχναστης παραλίας στην Τεργέστη της Ιταλίας, όπου ένας τοίχος τριών μέτρων χωρίζει ακόμα και σήμερα τους άντρες από τις γυναίκες, κάθε ατάκα (δηλαδή κάθε ιστορία) που κόβεται στο μοντάζ αφήνει πίσω της μια μικρή πληγή. Ελα όμως που αυτή η άκρως γοητευτική και γλυκόπικρη καταγραφή έχει κάνει τον κύκλο της αρκετά πριν εμφανιστούν οι τίτλοι τέλους, ακόμα και σ’ αυτή τη συντομευμένη (σε σχέση με την κόπια των Καννών) εκδοχή.

Βαθμοί: 5

Επιτέλους, τρόμος

«Μην ανασαίνεις»: Ενα σπίτι σε απόμακρη γειτονιά, όπου διαμένει ένας τυφλός ερημίτης –«ευκολάκι» για τους τρεις δοκιμασμένους (σε μικροκλοπές) πιτσιρικάδες. Ελα όμως που το σπίτι αποδεικνύεται σκοτεινό φρούριο γεμάτο παγίδες! Το εξαιρετικό πρώτο μισό αυτού εδώ του αγωνιώδους θρίλερ σε προδιαθέτει για διαμάντι περιωπής, μέχρι που η δράση σκοντάφτει στις γνωστές (ζουμερές) ευκολίες. Και πάλι, όμως, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως κάτι σοβαρό συμβαίνει εδώ: Ο σκηνοθέτης Φέντε Αλβαρεζ ενδέχεται να μας χαρίσει ένα αριστούργημα του φανταστικού στο μέλλον.

Βαθμοί: 5

Ταξίδι αυτογνωσίας

«Το κορίτσι του τρένου»: Αδυνατεί να κρύψει τις λογοτεχνικές της καταβολές η νέα ταινία του Τέιτ Τέιλορ («Winter’s bone») όπου η Εμιλι Μπλαντ αναζητά μια εξαφανισμένη γυναίκα σε μια ιστορία όπου εμπλέκεται, μεταξύ άλλων, ο πρώην σύζυγός της. Οχι πως δεν υπάρχουν ενδιαφέρουσες στιγμές σ’ αυτό το θρίλερ μυστηρίου, δύσκολα όμως δέχεσαι τους σχηματικούς χαρακτήρες και τους προφανείς συμβολισμούς.

Βαθμοί: 4

Φωτογενές κενό

«The neon demon»: Ολοι οι neon φωτισμοί και όλα τα εφετζίδικα κόλπα του κόσμου δεν μπορούν να κρύψουν τη γύμνια της νέας δουλειάς του Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν, ο οποίος στήνει μια παραβολή για τη χαμένη αθωότητα ξεκινώντας από την ιστορία ενός μοντέλου (Ελ Φάνινγκ) που φτάνει –γελοιωδέστατα αφελής –στο ΛΑ κυνηγώντας τη μεγάλη καριέρα. Στη πορεία, ο Ρεφν μαγαρίζει το «Σουσπίρια» του Ντάριο Αρτζέντο και κατακερματίζει όπως μπορεί το γυναικείο σώμα, γιατί αυτές είναι οι προσταγές της pop κουλτούρας, άρα είμαστε όλοι ένοχοι. Σοβαρά τώρα, ψαρώνει κόσμος με αυτές τις ανοησίες;

Βαθμοί: 0

Εν τάχει

Στους «Πελαργούς», τα συμπαθή πτηνά αναλαμβάνουν να βρουν σπίτι για ένα μωρό που όμως έχει «παραχθεί» κατά λάθος (!) σε ένα συμπαθές καρτούν, απ’ αυτά που θα αρέσουν (πολύ) μονάχα στους μικρούς θεατές. Στη συνέχεια, στον γυρισμένο στην Cote D’ Azur «Συγγραφέα» του Γιαν Γκοζλάν, νεαρός συγγραφέας οικειοποιείται την ιστορία κάποιου άλλου και κατακτά τη δόξα –κάποιος όμως γνωρίζει το μυστικό του. Από το Σέφιλντ της Αγγλίας, τέλος, μέχρι τη νότια άκρη του κόσμου και την έρημο Ατακάμα, το ντοκιμαντέρ «Un condor» ακολουθεί τον Σέρτζιο Κοντρέρας που στα 17 του αναγκάστηκε να φύγει μακριά από τη Χιλή της χούντας, στην οποία και επιστρέφει. Δυνατό.