Ο Ορμπαν κάνει δημοψήφισμα για την επανεγκατάσταση των προσφύγων στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και, με ένα ποσοστό χουντικών προδιαγραφών που αγγίζει το 99%, ο ουγγρικός λαός υπερψηφίζει τα κλειστά σύνορα. Για το καλό της Ιστορίας, επειδή η συμμετοχή είναι κάτω του 50% το δημοψήφισμα ακυρώνεται, δεν ακυρώνει όμως την καταγραφή του κοινωνικού αυτοματισμού. Οι πολίτες της Κολομβίας καταψηφίζουν, έστω και με οριακή πλειοψηφία, τον τερματισμό ενός εμφυλίου που κρατά πάνω από μισό αιώνα. Η συντριπτική πλειοψηφία των Βρετανών, ακόμη και αυτών που ψήφισαν υπέρ του Brexit, κτυπάει τώρα το κεφάλι της στους τοίχους. Η δική μας κυβερνώσα Αριστερά, πάλι, τα δημοψηφίσματα τα έχει πλύνε – βάλε και τα αποτελέσματά τους κόψε – ράψε αλλά τίποτε γραφικότερο από την παραγωγή της γραφικότητας. Και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ζητά να αποφασίσει ο λαός για τη σχέση Εκκλησίας και Κράτους.

Αυτές οι επί κάλπης ασκήσεις άμεσης δημοκρατίας, σε μια εποχή πολιτικής αλλοφροσύνης και εθνικής εσωστρέφειας, υπερτοκίζουν τον λαϊκισμό και εκταμιεύουν την εκλαΐκευση αρχών και θεσμών. Θέτοντας τελικά σε κίνδυνο την ίδια τη δημοκρατία. Τα δημοψηφίσματα είναι συνήθως αναμέτρηση συνθημάτων και στον δημόσιο λόγο το «Οχι» είναι πιο σύνθημα από το «Ναι». Ενσωματώνει ένα είδος αντίστασης, μια ψευδαίσθηση επανάστασης που έχει να κάνει κυρίως με υπαρξιακά απωθημένα και προσωπικά αδιέξοδα. Οι κυβερνώντες το ξέρουν καλά. Γι’ αυτό και όταν πετάνε την μπάλα στην εξέδρα, ακόμη και αν δεν το κάνουν για να κολακέψουν τους οπαδούς τους –όπως συνέβη σε εμάς πέρυσι τον Ιούλιο -, σπάνια είναι για το καλό του αγώνα.