Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης αποτελεί Ανεξάρτητη Αρχή με συνταγματική κατοχύρωση. Κάτι που δεν εμπόδισε την κυβέρνηση να το προσπεράσει στην υπόθεση της τηλεοπτικής αδειοδότησης. Τώρα η κυβερνητική εμμονή προσκρούει στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Τούτο προκύπτει από τους τριγμούς που έχουν προκληθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με σεισμογράφο την Ενωση Δικαστών του ΣτΕ.

Συμβαίνουν αυτά. Τα επιπόλαια προσπεράσματα προκαλούν προσκρούσεις. Θα ήταν προτιμότερο οι κυβερνώντες να είχαν δείξει περισσότερη υπομονή και πραγματική διάθεση συναίνεσης στο ζήτημα της σύνθεσης του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Αυτό είναι, άλλωστε, και το πνεύμα του συνταγματικού νομοθέτη. Ωστόσο οι τηλεοπτικές άδειες ήταν εξαρχής ένα άκρως πολιτικοποιημένο εγχείρημα με διαφανείς σκοπιμότητες. Κάτι που προδιέγραψε και τη συνέχεια. Αλλωστε, όπως φάνηκε από τη χθεσινή της αντίδραση, η κυβέρνηση καταγγέλλει ακόμη και τις ανησυχίες της αντιπολίτευσης για τα συμβαίνοντα στο ΣτΕ ως παρέμβαση στη Δικαιοσύνη. Πρόκειται βεβαίως για καταχρηστική περιγραφή.

Το ερώτημα δεν είναι πώς φτάσαμε εδώ. Αλλά αν ο δρόμος αυτός έχει επιστροφή. Η μετάγγιση της πόλωσης με την οποία πολιτεύονται οι κυβερνώντες σε όλους τους πυλώνες του δημόσιου βίου είναι κακό νέο γιατί θα λειτουργήσει διαβρωτικά. Ακόμη κι αν η κυβέρνηση καταφέρει να επιβάλει τις μεθοδεύσεις που έχει δρομολογήσει, αυτές δεν θα έχουν την αναγκαία νομιμοποίηση, διατηρώντας στοιχείο προσωρινότητας. Ολα αυτά επιβεβαιώνουν μια ατμόσφαιρα αυθαιρεσίας που δεν ταιριάζει σε δημοκρατική χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Το πρώτο βήμα ώστε να εκτονωθεί η ένταση θα ήταν να αφεθεί η Δικαιοσύνη να λειτουργήσει απερίσπαστη και, κυρίως, ασχολίαστη. Χρήσιμο θα ήταν, στην κατεύθυνση αυτή, να σταματήσει γενικά ο υποτιτλισμός των συνεδριάσεων. Και χρησιμότερο όλων θα ήταν να μην υπάρξει καθυστέρηση στη δικαστική κρίση, ώστε να αποσαφηνιστεί τάχιστα από νομική άποψη η κατάσταση –κάτι που θα δώσει την ευκαιρία για μια νέα αρχή στον χειρισμό του θέματος.