Μείζον θεσμικό ζήτημα που αγγίζει τον πυρήνα της λειτουργίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενός εκ των τριών Ανώτατων Δικαστηρίων της χώρας μας, που με το αδιαμφισβήτητο κύρος του σφραγίζει τη συνταγματικότητα των νόμων, εγείρουν οι έγγραφες παραιτήσεις δύο αντιπροέδρων από την Ενωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ με αφορμή όσα συνέβησαν πίσω από τις κλειστές πόρτες της Ολομέλειας κατά τη διάσκεψη για την υπόθεση με τις τηλεοπτικές άδειες.

Οταν δύο ανώτατοι δικαστές, με εγνωσμένο κύρος και ιστορία στον χώρο του συνδικαλισμού της Δικαιοσύνης όπως κατά γενική ομολογία των συναδέλφων τους είναι οι αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και Χρήστος Ράμμος, προχωρούν σε μια τέτοια κίνηση –απόσταγμα ζυγισμένης απόφασης -, τότε εύκολα αντιλαμβάνεται ακόμα και ο πλέον αδαής περί τα δικαστικά πως όσα συνέβησαν την περασμένη Παρασκευή στην αίθουσα διασκέψεων ρίχνουν βαριά τη σκιά τους στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας.

Γιατί πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνεύσει κανείς το περιεχόμενο των επιστολών των αντιπροέδρων του ΣτΕ, οι οποίοι θεωρώντας προφανώς απαράδεκτη την επίκληση, ως λόγου ματαίωσης της Ολομέλειας, του κλίματος που έχει διαμορφωθεί μιλούν για «συνθήκες αρνησιδικίας» και «περί μεγάλου ατοπήματος». Οι ηχηρές παραιτήσεις των δύο δικαστών από μέλη της Ενωσης Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση γιατί συνδέονται με όλα όσα έγιναν στην κεκλεισμένων των θυρών διάσκεψη για το θέμα με τις τηλεοπτικές άδειες, μία υπόθεση δηλαδή με ιδιαίτερη βαρύτητα και προεκτάσεις, και γιατί κάθε άλλο παρά συνηθισμένες είναι τέτοιου είδους κινήσεις από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς.

«Αναβολή – αρνησιδικία». «Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη υπόθεση και τις εξελίξεις της, η άποψη ότι το Δικαστήριο ή ο κάθε δικαστής στα πλαίσια των δικών του αρμοδιοτήτων μπορεί να παραιτείται και να απέχει έστω και προσωρινά, αλλά πάντως επ’ αόριστον, από την επιτέλεση του θεσμικού συνταγματικού του καθήκοντος, που δεν είναι άλλο από το να τέμνει αδιατάρακτο τις ενώπιόν του αγόμενες διαφορές, έτσι ώστε να επιλύονται οι αμφισβητήσεις που διαπερνούν την κοινωνία με την αυθεντία της δικαστικής λειτουργίας, όταν έχει αναπτυχθεί –και μάλιστα εκτός Δικαστηρίου –κλίμα έντασης, είναι πρωτοφανής. Η άποψη, με άλλα λόγια, που δέχεται ότι το Δικαστήριο αντί να διασκεφθεί και να εκδώσει απόφαση επί οποιασδήποτε υποθέσεως, ανεξαρτήτως της φύσεώς της, είναι σκόπιμο να αναβάλει επ’ αόριστον τη διάσκεψή του με την επίκληση ενός κάποιου κλίματος (το οποίο βεβαίως το Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει) συνιστά κατά τη γνώμη μου αρνησιδικία», επισημαίνει στην επιστολή του ο Χρήστος Ράμμος στηλιτεύοντας με τον δικό του τρόπο τη ματαίωση της επίμαχης Ολομέλειας.

Ο ανώτατος δικαστικός λειτουργός παραθέτει και συγκεκριμένα παραδείγματα για να καταδείξει την αυτονόητη τοποθέτησή του αναφέροντας: «Τι θα λέγαμε αν ένας βοηθός εισηγητής αρνιόταν να καταθέσει προεισήγηση ή ένας σύμβουλος αρνιόταν να καταθέσει εισήγηση επικαλούμενος ότι λόγω του κλίματος δεν μπορεί να ασκήσει με νηφαλιότητα τα καθήκοντά του; Μπορεί κανείς να διανοηθεί το 1969 αναβολή είτε της συζήτησης είτε της διάσκεψης επί της υποθέσεως των απολυμένων από την στρατιωτική δικτατορία δικαστών, κατ’ επίκληση “δυσμενών συνθηκών” ή “κακού κλίματος”;».

Στο διά ταύτα της επιστολής του, την οποία κοινοποίησε σε όλους τους δικαστικούς λειτουργούς του ΣτΕ, κλείνει με μία φράση που τα λέει όλα: «Ενόψει όλων αυτών δεν μπορώ να συνεχίσω να είμαι μέλος της Ενωσης».

Το γεγονός προκαλεί τριγμούς όχι μόνο στο εσωτερικό της Ενωσης των Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά εν γένει στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το κλίμα μάλιστα γίνεται βαρύτερο καθώς την παραίτησή της από μέλος της Ενωσης υπέβαλε και η αντιπρόεδρος του ίδιου Δικαστηρίου Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, η οποία έχει διατελέσει και πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών του ΣτΕ.

Η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου στρέφει τα δικά της βέλη και προς την ίδια την Ενωση, η οποία με ανακοίνωσή της μετατράπηκε, όπως λέει, σε «γραφείο Τύπου του προέδρου του Δικαστηρίου».

«Με την ανακοίνωσή του αυτή, το ΔΣ, κατά πλήρη παραγνώριση του θεσμικού ρόλου της Ενωσης, εξέφερε γνώμη για ζήτημα το οποίο ούτε είχε θεσμικά τη δυνατότητα να γνωρίζει ως συλλογικό όργανο (πώς δηλαδή, υπό ποίες συνθήκες και για ποιο πραγματικά λόγο διακόπηκε μία διάσκεψη) ούτε ανήκε στις αρμοδιότητές του», τονίζει στην επιστολή της η αντιπρόεδρος του ΣτΕ.

Και καταλήγει: «Το συγκεκριμένο ατόπημα πλήττει καίρια τον θεσμικό ρόλο της Ενωσης και σηματοδοτεί αλλαγή στη μακρόχρονη πορεία της, από ανεξάρτητο όργανο έκφρασης του συνόλου των μελών του Δικαστηρίου σε διοικητική του υπηρεσία. Εν όψει αυτού, με ειλικρινή λύπη αισθάνομαι ότι η Ενωση δεν με εκφράζει πια και, διατηρώντας ακέραια τα αισθήματά μου για τα μέλη του ΔΣ, δηλώνω ότι αποχωρώ από αυτήν».

Ραντεβού στο Μαξίμου

Εκτακτη συνάντηση του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τους προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων, Βασιλική Θάνου (πρόεδρος του Αρείου Πάγου), Ανδρονίκη Θεοτοκάτου (πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου) και Νίκο Σακελλαρίου (πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας), είχε προγραμματιστεί για σήμερα το πρωί στο Μέγαρο Μαξίμου.