Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου αποφάνθηκε ότι, υπό προϋποθέσεις και στο πλαίσιο των ενεργειών τους για την πάταξη της φοροδιαφυγής, οι κρατικές Αρχές μπορούν να κάνουν χρήση πληροφοριών και δεδομένων οικονομικού χαρακτήρα που αποκτήθηκαν διά παράνομων οδών, όπως για παράδειγμα ο χρηματισμός ενός τραπεζοϋπαλλήλου από μυστικές υπηρεσίες με στόχο την απόκτηση καταλόγου καταθετών σε μια τράπεζα για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι φοροδιαφεύγουν. Το ευρωδικαστήριο εξέδωσε την εν λόγω απόφαση με αφορμή την υπόθεση ενός ζεύγους γερμανών πολιτών, στο σπίτι των οποίων έγιναν έρευνες από τις φορολογικές Αρχές της Γερμανίας, με βάση πληροφορίες που απέκτησαν από τις κρατικές μυστικές υπηρεσίες. Οι πληροφορίες υπήρχαν σε έναν κατάλογο 800 καταθετών μιας τράπεζας στο Λίχτενσταϊν, τον οποίο αγόρασαν από έναν υπάλληλο της τράπεζας πράκτορες των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεώρησε ότι από τη στιγμή που οι πληροφορίες αυτές αξιοποιήθηκαν στο αρχικό στάδιο της έρευνας και όχι στο τελικό στάδιο της κρίσης επί του αδικήματος δεν υφίσταται θέμα παραβίασης των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως ισχυρίστηκε το ζεύγος των Γερμανών.

Σημειώνεται ότι η χρήση από τις γερμανικές φορολογικές Αρχές στοιχείων και δεδομένων που –χωρίς αμφιβολία –αποκτήθηκαν παρανόμως έχει αποδειχθεί από το 2010 και έπειτα από μία εξαιρετικά επικερδή υπόθεση για τα ταμεία του γερμανικού κράτους. Συγκεκριμένα εκτιμάται ότι, κατά την τελευταία εξαετία και υπό τον φόβο να δουν το όνομά τους σε έναν τέτοιο κατάλογο, περίπου 120.000 γερμανοί πολίτες έσπευσαν να αυτοκαταγγελθούν στις γερμανικές φορολογικές υπηρεσίες, προκειμένου να γλιτώσουν ενδεχόμενη εμπλοκή τους σε φορολογική απάτη. Η διαδικασία αυτή εκτιμάται ότι απέφερε στο γερμανικό δημόσιο πρόσθετα έσοδα της τάξεως των 5 δισ ευρώ.