Ερχόμενος από τον κινηματογράφο («Σπιρτόκουτο», «Η ψυχή στο στόμα», «Μαχαιροβγάλτης», «Μικρό ψάρι»), ο Γιάννης Οικονομίδης αποδέχεται την πρόσκληση του Εθνικού Θεάτρου και ανεβάζει στη σκηνή το «Στέλλα, κοιμήσου», βασισμένος στη «Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Επιλογή που φαίνεται αναπάντεχη σε πολλούς, όχι όμως και στον ίδιο –εδώ εξηγεί το γιατί, λίγες ημέρες πριν από την επίσημη πρεμιέρα.

Γιατί θέατρο τώρα;

Φλερτάρω με την ιδέα του θεάτρου πολύ καιρό και υπήρξαν και προτροπές από το άμεσο περιβάλλον μου, αλλά μάλλον τώρα ωρίμασαν οι συνθήκες. Αισθάνομαι πλέον πιο έτοιμος να παίξω μπάλα και σε ένα άλλο γήπεδο. Ετσι, όταν έσκασε η πρόταση από το Εθνικό, από τον Στάθη τον Λιβαθινό δηλαδή, είπα το ναι.

Και το συγκεκριµένο έργο; Σε απασχολούσε πάντα το έργο του Ξενόπουλου;

Οχι, αντιθέτως έψαξα πολύ καιρό μέχρι να βρω κάτι που να με ενδιαφέρει. Τα περισσότερα έργα ήταν πιασμένα ή είχαν παιχτεί πρόσφατα –έργα του Διαλεγμένου ή της Αναγνωστάκη. Μέχρι που έπεσα στη «Στέλλα Βιολάντη», όπου αυτό που μου κέντρισε το ενδιαφέρον ήταν αυτός ο νοσηρός πυρήνας της βίας ανάμεσα στον πατέρα και στην κόρη. Αυτό το σημείο δηλαδή με τράβηξε, μου έβγαλε κάτι σκορσεζικό.

Εδώ να πούµε πως δεν καταπιάνεσαι µε ολόκληρο το έργο –κρατάς µονάχα, ας πούµε, το πρώτο από τα τρία µέρη που το απαρτίζουν.

Δεν με ενδιέφερε ολόκληρο το έργο. Αποφάσισα να στήσω κάτι καινούργιο γύρω από αυτό το σημείο. Ενα νέο έργο που να μιλάει για το σήμερα. Ενα σύγχρονο έργο. Eτσι κι έγινε. Βρεθήκαμε λοιπόν με τον Βαγγέλη τον Μουρίκη και στήσαμε το δικό μας δραματούργημα, τη δική μας ιστορία. Είναι κάτι καινούργιο λοιπόν, που στήθηκε με τη βοήθεια όλων των συντελεστών.

Ποια η συνεισφορά του Βαγγέλη Μουρίκη στο κείμενο;

Αν δεν ήταν μαζί μου ο Βαγγέλης σ’ αυτή την περιπέτεια θα ένιωθα πολύ μόνος και πολύ πιο ευάλωτος. Με τον Βαγγέλη κουβεντιάζουμε τα πάντα ξέρεις και είναι κι ένα άγρυπνο μάτι στα βαθιά σημεία του έργου. Εκεί που είμαι πολύ απορροφημένος σε άλλα πράγματα, ο Βαγγέλης βλέπει κάποια άλλα πολύ σημαντικά σε ό,τι αφορά τον βαθύτερο πυρήνα του έργου, τη φιλοσοφία του. Είναι ευτυχώς πάντα εκεί για να τα ανακαλύψει. Αυτή είναι και η έννοια της καλής συνεργασίας. Τώρα είμαστε σε μια φάση που το έργο είναι «κουμπωμένο» από παντού. Αυτό δεν θα γινόταν αν δεν είχα τον Βαγγέλη δίπλα μου.

Ποια είναι τα όρια που έθεσες στον εαυτό σου ξεκινώντας αυτή την ιστορία; Είπες δηλαδή πως εδώ υπάρχουν σηµεία που δεν θα µπορούσα να ξεπεράσω, όπως θα µπορούσα στο σινεµά;

Οχι, δεν το είπα, γιατί δεν κάνω κάτι εδώ που δεν θα μπορούσα να κάνω στο σινεμά. Τουλάχιστον στο επίπεδο που με ενδιέφερε. Τα υλικά που υπάρχουν στο σινεμά υπάρχουν κι εδώ: ηθοποιοί, δραματουργία, υποκριτική. Την ίδια αμεσότητα και την ίδια αλήθεια αναζητάμε. Τα όρια είναι επίσης τα ίδια και έχουν να κάνουν με την αλήθεια των καταστάσεων. Με λίγα λόγια, μπορεί αυτό που στήνουμε να συμβεί στην πραγματικότητα; Η αναπαράσταση πρέπει να μας πείσει πως αυτό συμβαίνει στ’ αλήθεια, πως υπάρχει. Αυτό είναι και το μόνο όριο. Πρέπει αυτό που φτιάχνουμε να υπάρχει στ’ αλήθεια. Δεν κάνουμε επιστημονική φαντασία. Δεν κάνουμε κάτι εκτός εποχής, ούτε εκτός πραγματικότητας.Δεν κινούμαστε στη σφαίρα του παραλόγου, του μοντέρνου, του ακαταλαβίστικου. Αυτό είναι το ένα και μοναδικό όριο: αν αυτό που ξεδιπλώνουμε στα μάτια του θεατή, ισχύει, ζει και αναπνέει. Αυτό είναι και το μέτρο που μας κρατάει σε μια γραμμή, το χαλινάρι μας –και στη σκηνοθεσία, και στο συγγραφικό κομμάτι.

Η επιµειξία των τεχνών, ιδίως του θεάτρου µε τον κινηµατογράφο, αποτελεί εδώ και χρόνια ένα κίνητρο πίσω από πολλές, πειραµατικές ή µη, παραστάσεις. Εσύ, ως άνθρωπος του σινεµά, τι το καινούργιο φέρνεις στο σανίδι;

Υπάρχει νομίζω μεγάλη παρεξήγηση εδώ. Ξέρεις, πολλοί μιλούν για «κινηματογράφο στο θέατρο», αλλά στην πραγματικότητα αναφέρονται στο οπτικοακουστικό θέαμα. Οπτικά εφέ, προβολές πίσω, μπροστά, πάνω, κάτω… Πράγματα που είναι πολύ της μόδας τελευταία. Και όλο αυτό έχουμε συνηθίσει να το δεχόμαστε ως «κινηματογραφικότητα στο θέατρο». Ε, διαφωνώ τελείως με όλο αυτό. Για μένα, ο «κινηματογράφος στο θέατρο» αφορά αποκλειστικά στο πώς παίζει ο ηθοποιός. Η αμεσότητα και η αλήθεια του.

Η είσοδος του Σταµουλακάτου στη σκηνή δείχνει εντελώς αντιθεατρική: εµφανίζεται µιλώντας στο κινητό του, δίχως να µπορούµε να ακούσουµε καθαρά τι λέει, ενώ γύρω του επικρατεί απόλυτη σιωπή.

Εδώ λοιπόν μιλάμε για μια αδιαμεσολάβητη αποτύπωση της πραγματικότητας. Αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα της παράστασης. Να καταστήσουμε τον θεατή αυτόπτη μάρτυρα αυτού του γεγονότος, το οποίο και αναπαριστούμε στην ακραία αλήθεια του. Και αυτό κυνηγώ και σε μια ταινία: τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα στην προσπάθεια αναπαράστασης του κόσμου. Δεν με ενδιαφέρει άλλωστε το δοκιμιακό ή το ποιητικό σινεμά, μονάχα το κομμάτι του που αφορά τον ρεαλισμό. Και προσπαθούμε να δούμε αν αυτό μπορεί να συμβεί και στο θέατρο.

Οταν όμως τα πράγματα ξεφεύγουν, τότε αυτό που συμβαίνει μπροστά μας αγγίζει το θέατρο του παραλόγου.

Ναι, αλλά μόνο ξεκινώντας από τη βάση ενός κόσμου που μεταμορφώνεται σε θέατρο του παραλόγου –και αυτό μπορεί να συμβεί και στην πραγματικότητα. Γιατί όταν ξεφεύγουν τα πράγματα, όταν δηλαδή φεύγουμε από την κανονικότητα, τότε η ζωή μας γίνεται και κωμωδία, και δράμα, και μελόδραμα.

Η επόµενη ταινία σου έχει τίτλο «Η µπαλάντα της τρύπιας καρδιάς».

Είναι κάτι που δεν έχω ξανακάνει. Είμαστε στη φάση της προπαραγωγής τώρα. Μαύρη κωμωδία είναι, βιτριολική, όπου παρελαύνουν διάφοροι τύποι της ελληνικής πραγματικότητας και βέβαια μέσα ξεδιπλώνονται όλα τα κουσούρια του Ελληνα και της Ελλάδας. Δεν έχω ξανακάνει κάτι με τόσο χιούμορ, με τόσους ήρωες να διασταυρώνονται, με τόσα θέματα: νταλκάδες, κλάματα, καψούρα, προδοσίες, οικογένειες, μαμάδες… Εχει πολύ ενδιαφέρον στο άνοιγμά του, νομίζω, αλλά και στο πώς απογειώνεται στο τέλος.

Ερχεσαι από το «Μικρό ψάρι», που ήταν η µεγαλύτερη παραγωγή σου µέχρι τώρα. Επιστρέφεις, έστω και µέσω του θεάτρου, στις ρίζες σου µε το «Στέλλα, κοιµήσου»; Είναι µια µορφή αποτοξίνωσης;

Ε ναι, από τη στιγμή που το θέατρο σου βάζει τον περιορισμό της σκηνής κι εμένα τα οπτικά ζητήματα δεν με ενδιέφεραν και τόσο, επέστρεψα σε αυτά που αγαπώ. Που είναι η δουλειά με τους ηθοποιούς. Για μένα το «Στέλλα, κοιμήσου» είναι ένα μονοπλάνο 90 λεπτών. Το οποίο πρέπει να λειτουργεί 100%. Μεγάλη πρόκληση. Και εδώ επίσης έχουμε άλλα διακυβεύματα, έχουμε μια ηρωίδα κόντρα στο ρεύμα, απέναντι σε ένα σάπιο περιβάλλον που την πολεμάει. Δουλεύουμε με άλλη βαθύτητα, μέσα από διαδρομές υπόγειες. Αν το είχαμε ξανακάνει, δεν θα το κάναμε με τόση όρεξη. Δεν θα επαναλάμβανα ποτέ κάτι που το ‘χω στο τσεπάκι ούτως ή άλλως. Και με ενδιαφέρει η οικογένεια ως πυρήνας του δράματος. Αυτό είμαστε, αυτό μας μιλά, αυτές είναι οι ρίζες μας. Και στον «Νονό» ακόμα, όλα γύρω από μια οικογένεια περιστρέφονται.

Αν το «Σπιρτόκουτο» άφησε ένα αποτύπωμα στο ελληνικό σινεμά, αυτό οφείλεται στην προσπάθειά σου να αποφύγεις όλα τα ενοχλητικά κλισέ του κινηματογράφου μας. Εδώ τι προσπάθησες να αποφύγεις;

Ωραία ερώτηση. Πονηρή. Εβλεπα πάντα πολύ ελληνικό σινεμά, αλλά πάντα κάτι με ενοχλούσε. Ξέρεις, πώς έπαιζαν οι ηθοποιοί, πώς ήταν στημένη η δραματουργία, οι καταστάσεις. Παράλληλα βλέπαμε και το ξένο σινεμά και αντιλαμβανόσουν πως εδώ πέρα οι ταινίες μονάχα «θύμιζαν» κάτι, αλλά δεν το πλησίαζαν ακριβώς. Ολοι μιλούσαν πλάγια, μεταφορικά, αλληγορικά, στο «περίπου» αλλά ποτέ ακριβώς. Και τότε είπα πως το σινεμά πρέπει να κάνει επίθεση κατά μέτωπο. Να τα δείξει όλα όπως είναι. Ισως αυτό και να είναι το θέμα μου στο θέατρο. Η αναπαραστατική τέχνη αναζητά χρόνια τώρα τους κώδικες αυτού του πράγματος. Δεν τον έχω εύκολο τον ρεαλισμό –τον αναζητώ κι εγώ. Και η έρευνά μου αυτή συνεχίζεται κι εδώ.

Δεν χρειάστηκε δηλαδή ποτέ να υπενθυμίσεις στους ηθοποιούς σου πως εδώ «κάνουμε κάτι διαφορετικό»; Πως εδώ η σκηνή δεν είναι το «βασίλειο» του ηθοποιού, όπως την αντιλαμβάνονται πολλοί στο ελληνικό θέατρο;

Οχι ακριβώς. Ας πούμε πως τους καταστήσαμε πιο υπεύθυνους απέναντι σ’ αυτό που καλούνται να ενσαρκώσουν. Το εγχείρημα είναι πολύ οριακό στη διατύπωση αλλά και στο στοίχημά του. Και η παράσταση αυτή δεν «παίζεται». Οι ηθοποιοί καλούνται να την ξαναζήσουν κάθε βράδυ. Να τη βιώσουν στην απόλυτη μορφή της. Ε, κουβαλά μια ευθύνη αυτό. Το θέμα είναι να το συνειδητοποιήσουν.Και το έχουν συνειδητοποιήσει.

Εχτισες δηλαδή µια σχέση εµπιστοσύνης µαζί τους.

Και με τον εαυτό τους. Δεν παίζουν σαν ηθοποιοί εδώ. Ζουν μια ζωή. Για ενενήντα λεπτά. Κι αν πέσουν απ’ το σκοινί, τελειώσαμε. Το ψέμα θα φανεί.