Πόσους αγίους ή αγίες έχει ανακηρύξει η ορθόδοξή μας θρησκεία τους τελευταίους αιώνες; Δέκα, είκοσι; Κι όμως, το ορθόδοξο αγιολόγιο αριθμεί εκατομμύρια. Τι συνέβη; Εμφανίστηκε η «επιστήμη» της θεολογίας. Πριν από τριάντα χρόνια στο γνωστό μοναστήρι της Υπάτης ήταν ηγούμενος ο γνωστός καπετάνιος του Αρη Βελουχιώτη πατήρ Ανυπόμονος. Ανάμεσα στους επισκέπτες της μονής ήταν και ένας γνωστότατος πανεπιστημιακός θεολόγος. Ο ηγούμενος, ξεναγώντας τους επισκέπτες στον ναό, στα κελιά και στην Τράπεζα, όταν έφτασε σ’ αυτήν, η οποία ήταν και στους τέσσερις τοίχους της εικονογραφημένη με αγίους, μάρτυρες και ασκητές, απευθυνόμενος στον κύριο καθηγητή είπε: «Κύριε καθηγητά, όπως βλέπετε, οι τοίχοι είναι γεμάτοι με αγίους, αλλά αιώνες τώρα δεν έχουμε αγίους και μάρτυρες να τους ζωγραφίσουμε δίπλα στους παλιούς. Ξέρετε γιατί; Γιατί πήξαμε στους θεολόγους! Διότι, καλέ μου άνθρωπε, έχουμε θρησκεία και λακίσαμε από την εκκλησία».

Οταν μου διηγήθηκαν αυτήκοοι μάρτυρες αυτή την ιστορία, η σκέψη μου πήγε στο χωριό της γιαγιάς μου, η οποία για χρόνια ήταν άρρωστη βαριά. Αλλά κάθε χρόνο, εκεί στις αρχές του φθινοπώρου, επαναλάμβανε το ίδιο τελετουργικό. Ηταν αγρότισσα και είχε πλούσια μπερεκέτια. Στο κατώι υπήρχαν μεγάλα βαρέλια με κρασί και σ’ ένα υπόστεγο μια τεράστια κάδη που για να φτάσεις στα χείλη της ανέβαινες με μια ψηλή σκάλα. Εκεί αποθηκεύονταν οι ελιές μέσα στη σαλαμούρα και για να πουλήσεις στον έμπορο βύθιζες έναν κουβά, ξύλινο, που είχε μια τριχιά και ανέβαζες τις ελιές και τις μετέφερες σ’ ένα μεγάλο κοφίνι έξω από την κάδη. Εκεί ο έμπορος τις ζύγιζε, αφαιρούσε το απόβαρο του κοφινιού, έγραφε το καθαρό βάρος σ’ ένα τεφτέρι και άδειαζε το κοφίνι σε σακιά που μεταφέρονταν στη σούστα του. Σε άλλο μέρος του κατωγιού ήταν τα βαρέλια με το λάδι. Θυμάμαι πως κάποτε που πουλήθηκε το λάδι μιας βαρέλας, στον πάτο βρέθηκε ένα ποντίκι πνιγμένο. Είχε σκαρφαλώσει να πιει κι έπεσε μέσα!

Η γιαγιά λοιπόν κάθε χρονιά που είχαν τελειώσει οι συγκομιδές σηκωνόταν με κόπο από το κρεβάτι, κατέβαινε στο κατώι με δύο καθαρά γυάλινα μπουκάλια, που είχε σαπουνίσει στον νεροχύτη καλά. Γέμιζε το ένα μπουκάλι με φρέσκο λάδι της συγκομιδής της χρονιάς και το άλλο μπουκάλι με κρασί της τελευταίας εσοδείας. Ανέβαινε στο σπίτι και για ώρες, αργά, τελετουργικά, σιδέρωνε μια φορεσιά που η μητέρα μου με συγκίνηση μου είχε πει πως ήταν το αρβανίτικο νυφικό της. Αφού τελείωνε το σιδέρωμα και δίπλωνε με άκρα επιμέλεια την ενδυμασία, τις κεντητές κάλτσες και τα τσαρούχια της, το πέπλο, και έφερνε από το εικονοστάσι τα στέφανα, φώναζε τις θυγατέρες της και έλεγε: «Τον κοροϊδέψαμε και φέτος τον χάρο! Το λάδι, το κρασί θα τα ράνετε στον τάφο μου αν πεθάνω μέσα στη χρονιά και θα με ντύσετε με το νυφικό μου. Αν φτάσουμε τον άλλο Σεπτέμβρη, θα χύσουμε λάδι και κρασί στον νεροχύτη και θα γεμίσουμε τα μπουκάλια με τη νέα σοδειά».

Αυτή η γιαγιά όπως και εκατομμύρια ορθόδοξοι χριστιανοί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, για αιώνες δεν γνώριζαν θεολογία, δεν σκάμπαζαν από δόγματα, αλλά αποτελούσαν μέλη μιας εκκλησίας. Εκκλησιάζονταν, δεν θρησκεύονταν και δεν επιζητούσαν να συλλάβουν με τη λογική και τον ορθολογισμό τη σωτηρία της ψυχής τους. Ηταν μέλη του σώματος του Χριστού και αυτό το σώμα κι αυτό το αίμα μεταλάμβαναν για να αισθάνονται ότι μετέχουν στο σώμα της εκκλησίας. Το ανήκειν στην εκκλησία ήταν το καταφύγιο από τις απειλές πάσης φύσεως, από την αρρώστια ώς το επάγγελμα και από τον εχθρό ώς τον εγωισμό και το ατομικό συμφέρον.

Αυτό εξάλλου εννοούσε ο Μαρξ όταν χαρακτήριζε τη θρησκεία (προσοχή: τη θρησκεία) όπιο του λαού, δηλαδή μια καταφυγή, ένα οχυρό για να γλιτώσει ο άνθρωπος από την εκμετάλλευση, την κοινωνική αδικία, τον κατατρεγμό της εξουσίας. Κι ένα τέτοιο, με νέα συνταγή, όπιο έφτιαξε ο Μαρξ, μια άλλη καταφυγή, άλλο φρούριο, το συνδικάτο, το κόμμα, ένα νέο εκκλησίασμα, το προλεταριάτο, και ένα νέο δογματικό απαραβίαστο ευαγγέλιο. Αλλαξε μόνο ο παράδεισος –από ουράνιος έγινε επίγειος και φυσικά μελλοντικός!

Οπως ο χριστιανισμός από εκκλησία έγινε θρησκεία και η θρησκεία δόγματα και αιρέσεις, έτσι και ο μαρξισμός από πολιτική και οικονομική φιλοσοφία έγινε δόγματα, αιρέσεις, θεωρίες και θρησκεύματα, ομολογίες που συχνά όπως οι χριστιανικές έφτασαν σε συγκρούσεις και αναθεματισμούς, σε εγκλήματα και συκοφαντίες. Οπως όλες οι ουτοπίες, καθώς το ξανάγραψα, που έχουν μέσα στον γενετικό τους κώδικα τη διάλυση και την καταστροφή, τη μετάλλαξη και τη διαστροφή, την παραμόρφωση, τον νανισμό, τον γιγαντισμό, τον ολοκληρωτισμό και τον θάνατο.

Μέσα σε κάθε μορφή κυοφορείται ένα μόρφωμα και κάθε μόρφωμα ρέπει φύσει στην παραμόρφωση και οδεύει προς το χάος.

Ο καθολικισμός εγκυμονούσε τον φασισμό, ο προτεσταντισμός τον εθνικοσοσιαλισμό και η Ορθοδοξία τον σταλινισμό.

Ο καθείς και τα όπλα του: τα σύμβολα. Τον σταυρό αλλά και τον διπλούν πέλεκυν του Ρώμου και του Ρωμύλου, τη σβάστικα και το σφυροδρέπανο. Σύμβολα ανάλογα με τους οπαδούς των ιερέων των πυραμίδων, των Ορφικών, των Ελευσινίων Μυστηρίων και των τεκτονικών στοών.

Πριν από περίπου τριάντα χρόνια βρέθηκα στη Μόσχα, εποχή Γκορμπατσόφ. Το ξενοδοχείο μου είχαν ως κατάλυμα και μια ομάδα αμερικανών φοιτητών με τους καθηγητές τους. Ηταν χειμώνας και το κρύο δριμύ. Εξω από το ξενοδοχείο, από τα ξημερώματα ξεροστάλιαζαν ρώσοι απόμαχοι και ανάπηροι πολέμων (Β’ Παγκόσμιος, Κορέα, Αφγανιστάν). Πρόσφεραν έναντι ενός ή δύο δολαρίων τα πολεμικά τους παράσημα! Τα Αμερικανάκια τα αγόραζαν και τα καρφίτσωναν στο παλτό τους, δίπλα στη φίρμα της μπλούζας τους και σε λεηλατημένα σύμβολα γνωστών αυτοκινητικών φιρμών (Mercedes, BMW, Fiat). Τα νέα σύμβολα του παγκοσμιοποιημένου και μεταμοντέρνου πολιτισμού. Οι νέες θρησκείες και οι νεότευκτες λατρείες με τις ενισχυμένες δόσεις του νέου όπιου των λαών.

Πριν από είκοσι χρόνια ο Κώστας Μητρόπουλος σε ένα σκίτσο του στον «Ταχυδρόμο», την εβδομάδα που θα γιορταζόταν η 25η Μαρτίου, σχεδίασε μια μαθητική παρέλαση όπου ο μπόμπιρας σημαιοφόρος κρατούσε καμαρωτός την ελληνική σημαία, η οποία όμως στο κέντρο του σταυρού της είχε σφηνωμένο τον Σνούπι!

Μητρόπουλος και Καραπαναγιώτης, διευθυντής τότε στα «ΝΕΑ» και στον «Ταχυδρόμο» ένθετο, κάθησαν στο σκαμνί. Μάρτυρας ο υπογράφων, υποστήριξε πως το σκίτσο σατίριζε ακριβώς την έκπτωση των εθνικών συμβόλων. Αθώωση παμψηφεί.

Γενικό συμπέρασμα: καταργήστε τη θρησκειολογία και όποια εκλογίκευση της εκκλησιαστικής εμπειρίας. Αν η εκκλησία έχει ανάγκη από θεολόγους, ας προστεθεί σε κάθε ναό ένας θεολόγος και να πληρώνεται όπως οι ιερείς.

Το εκκλησιαστικό ήθος δεν είναι μάθημα, δεν βαθμολογείται και δεν διδάσκεται σε ωράρια.