Στα 91 του χρόνια θεωρείται ο σπουδαιότερος εν ζωή σκηνοθέτης. Στα 21 του η φήμη του είχε ξεπεράσει κατά πολύ εκείνη των γονιών του, των ρώσων προσφύγων στη Βρετανία, που κατάφεραν ωστόσο να στήσουν μια επιτυχημένη φαρμακοβιομηχανία, της οποίας το δημοφιλέστερο προϊόν ήταν ένα καθαρτικό. Ως φοιτητής αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης καθώς κρίθηκε «απείθαρχος», για να επιστρέψει σε ηλικία 69 ετών και να τιμηθεί ως επίτιμος διδάκτωρ. Κι αν αυτές οι στιγμές δεν είναι παρά μόνο μια ελάχιστη γεύση από όσα έχει ζήσει στις επτά δεκαετίες που μετρά η καριέρα του, ο Πίτερ Μπρουκ –ο οποίος σε ηλικία επτά ετών ανέβασε τον «Αμλετ» με μαριονέτες και θεατές τους γονείς του, βάζοντας τη δική του υπογραφή πριν από εκείνη του Σαίξπηρ –τώρα επιστρέφει σε μια από τις εμβληματικές του δημιουργίες: στον κόσμο της «Μαχαμπαράτα», της εννιάωρης παράστασης βασισμένης στο σανσκριτικό έπος, που είδε και το αθηναϊκό κοινό το 1985 στην Αθήνα. Και δεν την αναβιώνει, όπως διευκρινίζει στα «Πρόσωπα», ούτε τη συμπυκνώνει, αλλά με αφορμή το μεγαλύτερο σε μέγεθος έπος στήνει μια ακόμη μινιμαλιστική παράσταση με τέσσερις ξυπόλητους ηθοποιούς κι έναν μουσικό επί σκηνής, διάρκειας που μετά βίας ξεπερνά τη μία ώρα, δημιουργώντας μια παραβολή της εποχής μας. Πρωταγωνιστής της νέας αυτής διεθνούς συμπαραγωγής (συμμετέχουν η Αττική Πολιτιστική Εταιρεία και τα θέατρα BouffesduNοrdτου Παρισιού, YoungVicτου Λονδίνου, LesThéâtresdelaVilleτου Λουξεμβούργου,Θέατρο της Λιέγης, Singapore RepertoryTheate, το Ινστιτούτο Γκροτόφσκι και το ParcoCo.Ltd από το Tόκιο), η οποία έχει ήδη τύχει θερμής υποδοχής από το διεθνές κοινό, είναι ένας βασιλιάς που δεν μπορεί να πανηγυρίσει τη νίκη του στο πεδίο της μάχης καθώς πρέπει να διαχειριστεί τις πληγές που άφησαν πίσω τους οι εκατομμύρια νεκροί του πολέμου και να πάρει μαθήματα ζωής μέσα από την τραγωδία. Εξού και «Battlefield» («Πεδίο μάχης») ο τίτλος του έργου που συνυπογράφει σκηνοθετικά ο Πίτερ Μπρουκ με τη Μαρί Ελέν Ετιέν σε κείμενο του Ζαν Κλοντ Καριέρ, συνεργάτες με τους οποίους είχε δουλέψει και για τη «Μαχαμπαράτα», όπως και ο μουσικός Τόσι Τσουκιτόρι.

Γιατί επιστρέφετε στη «Μαχαμπαράτα»;

Οχι για να παρουσιάσουμε μια συνεπτυγμένη εκδοχή ή να κάνουμε μια αναβίωση της προηγούμενης παράστασης, αλλά αντιθέτως για να δημιουργήσουμε στο πνεύμα των ημερών ένα πολύ ουσιαστικό, πολύ δυνατό έργο που να μιλά για όσα μας απασχολούν. Κι αν αποφασίσαμε να επιστρέψουμε σε αυτό το έργο τη δεδομένη χρονική στιγμή είναι επειδή υπάρχει η ανάγκη να βρούμε κάτι σχετικό προς εμάς σήμερα. Το «Battlefield» μιλά για όσα συμβαίνουν μετά τη μάχη. Για το ποιος κερδίζει και με ποιο τίμημα. Για το πώς μπορείς να συνεχίσεις τη ζωή σου υπό το βάρος εκατομμυρίων νεκρών που σκοτώθηκαν στις μάχες. Για το πώς μπορεί ο καθένας μας, νικητής ή ηττημένος, να βρει εσωτερική ηρεμία μετά τη σφαγή. Το «Battlefield» θα μπορούσε να είναι η Συρία, το Ιράκ, η Μπουρκίνα Φάσο. Η αίσθηση ενός κόσμου που προσπαθεί να βγάλει νόημα από την καταστροφική βία θυμίζει ανατριχιαστικά αυτά τα μέρη του πλανήτη. Είναι ένα έργο υπόγειου μινιμαλισμού και γι’ αυτό θελήσαμε να επιστρέψουμε. Ο καθένας μπορεί να δώσει όποια ερμηνεία θέλει.

Πιστεύετε ότι το «Battlefield» αφορά τους Ελληνες που ζουν µια βαθιά οικονοµική και κοινωνική κρίση και γιατί;

Η Ελλάδα από όλες τις απόψεις φαίνεται ότι βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Ο καθένας προσπαθεί να δώσει απαντήσεις και ιδιαίτερα οι καλλιτέχνες. Δεν μπορούμε να έρθουμε με λύσεις, αλλά μπορούμε να μοιραστούμε μαζί σας τη θεατρική εμπειρία. Εξάλλου το θέατρο ζει στο παρόν.

Ζούμε σε μια χώρα που αντιμετωπίζει την προσφυγική κρίση. Ζείτε σε μια χώρα που αντιμετωπίζει την απειλή τρομοκρατικών επιθέσεων. Ποια από τις δύο καταστάσεις θα σας έδινε ευκολότερα το έναυσμα για ένα νέο έργο και γιατί;

Πρέπει να αντικρίσουμε την αλήθεια. Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τη μια κατάσταση από την άλλη, καθώς είναι μέρος της τραγωδίας που ζούμε σήμερα, μέρος του ίδιου προβλήματος. Η έμπνευσή μας πηγάζει από την αποκήρυξη, τη συμφιλίωση και την προσέγγιση του ερωτήματος: τι βρίσκεται, αν βρίσκεται κάτι, κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων.

Σας έχει απασχολήσει ποτέ το ενδεχόµενο να σκηνοθετήσετε µια παράσταση βασισµένη στην αρχαία ελληνική µυθολογία;

Υπήρξε μια εποχή, εκείνη της ελληνικής τραγωδίας, όταν μια ολόκληρη πόλη μπορούσε να συνενωθεί και η μοναδικότητα κάθε πολίτη μπορούσε να μετασχηματιστεί σε μια έντονη κοινή εμπειρία μέσω της οποίας δινόταν στον καθένα η ευκαιρία να ξεπεράσει τον εαυτό του. Για μια στιγμή βίωναν μια ζωή εντελώς διαφορετική και κατόπιν ο καθένας έφευγε από το θέατρο και επέστρεφε στις καθημερινές του ασχολίες. Ωστόσο, συνέβαινε μια προσωρινή επούλωση της πάσχουσας και κατακερματισμένης κοινότητας, ακόμη κι αν ο κατακερματισμός και οι συγκρούσεις επανέρχονταν μόλις οι θεατές αποχωρούσαν από τον χώρο του θεάτρου. Κι αυτό μπορούσε να συμβεί ξανά και ξανά κάθε φορά που το κοινό συγκεντρωνόταν υπό τις ειδικές συνθήκες μιας παράστασης. Η κοινωνία δεν μπορεί να θεραπευτεί οριστικά, αλλά η προσωρινή επούλωση μπορεί να αποκαθιστά διαρκώς την ισορροπία. Δεν έχει νόημα ωστόσο να εμμένουμε ρομαντικά στο μακρινό παρελθόν λέγοντας «αυτό ήταν ίσως κάποτε δυνατό να συμβεί στην αρχαία ελληνική τραγωδία». Εκείνο που έχει σημασία είναι να δούμε πως αυτή η δυνατότητα ενυπάρχει στη θεατρική διαδικασία όταν αυτή συμβαίνει. Κι αυτή είναι μια ευθύνη που βαρύνει τον καθένα που ασχολείται με το θέατρο.

Εχετε ζήσει σχεδόν έναν αιώνα. Ποιο είναι το σηµαντικότερο µάθηµα που έχετε πάρει µέχρι σήµερα;

Κάθε στιγμή της ζωής μου με εκπλήσσει. Ανθρωποι, μέρη που έχω επισκεφθεί, όλες μου οι εμπειρίες με οδήγησαν σε μεγαλύτερες εκπλήξεις. Είμαι γεμάτος ευγνωμοσύνη για όλα: από τον ήλιο που ανατέλλει έως για το τι θα φάω για μεσημεριανό. Δεν μπορώ να σκεφτώ γιατί αυτή η ευλογία ήρθε σε μένα κι όχι σε κάποιον άλλο. Δεν είμαι περήφανος ή ικανοποιημένος. Είμαι απλά ευγνώμων.

info

«Battlefield» του Πίτερ Μπρουκ στο Κέντρο Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος, Πειραιώς 254, τηλ. 212-2540.300, 17-20 Οκτωβρίου. Εισιτήρια 10-50 ευρώ.