Νοέμβριος 1975. Επειτα από δεκατέσσερις μήνες στο στούντιο, ο Μπρους Σπρίνγκστιν έχει επιτέλους κυκλοφορήσει το «Born to Run». Ανθρώπινο και γι’ αυτό μεγαλειώδες, το άλμπουμ αγαπιέται πολύ και τον βγάζει σε περιοδεία. Σύντομα η μπάντα σαλπάρει για «το νησί των ηρώων της», με σκοπό μεταξύ άλλων να τους ανταποδώσει το καλό. Στο Λονδίνο ο Σπρίνγκστιν πέφτει πάνω σε ένα τεύχος του «Melody Maker» και ένα του «NME» και βλέπει το πρόσωπό του και στα δύο. Εντυπωσιάζεται. Οχι πάντως τόσο όσο όταν φτάνει στο Hammersmith Odeon: η μαρκίζα γράφει με μεγάλα γράμματα «Επιτέλους! Το Λονδίνο είναι έτοιμο!» ενώ οι αφίσες κάνουν λόγο για το «The next big thing». Αυτή τη φορά θυμώνει. Και λίγο πριν ανέβει στη σκηνή για άλλη μια μαραθώνια σε διάρκεια και συναίσθημα συναυλία, αρχίζει να ξηλώνει μανιασμένος κάθε χάρτινη υπερβολή, για λόγους που χρόνια αργότερα θα εξηγήσει πεντακάθαρα: «Δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα» διηγείται στην πρόσφατα κυκλοφορημένη από τον Simon & Schuster και επίσης τιτλοφορημένη «Born to Run» αυτοβιογραφία του. «Ξέρω πώς λειτουργούν: παίξε και σκάσε. Δουλεύω στη σόου μπίζνες και δουλειά μου είναι να δείχνω, όχι να λέω. Δείχνεις στους ανθρώπους κι αποφασίζουν. Ετσι έφτασα ώς εδώ. Πες τι σκέφτεσαι και θα καταντήσεις ένας μικρός φασίστας του μυαλού. Γι’ αυτό λοιπόν κύριε ροκ σταρ, βγες από το κεφάλι και μπες στην καρδιά μου. Ετσι γίνονται αυτά. Ετσι συστήνεις τον εαυτό σου».

Ο τρόπος που ο Μπρους Σπρίνγκστιν συστήνεται στους αναγνώστες του είναι σχεδόν απολογητικός για όλα αυτά: «Κατάγομαι από μια μικρή παραθαλάσσια πόλη όπου σχεδόν όλα αποπνέουν λίγη απάτη. Οπως κι εγώ» γράφει και εξηγεί ότι πριν από τα είκοσί του ήταν «ένα εξέχον μέλος ανάμεσα σε όσους “ψεύδονται” για να υπηρετήσουν την αλήθεια: τους καλλιτέχνες». Είχε πάντως και άσους στο μανίκι του: νιάτα, προϋπηρεσία σε μικρά λαϊβάδικα, μια καλή μπάντα και μια ιστορία να αφηγηθεί. Η τελευταία, μάλλον τυπική της γενιάς του baby boom: μεγάλωσε στο Φρίχολντ του Νιου Τζέρσεϊ, μια πόλη που «η υγρασία τη σκεπάζει σαν κουβέρτα με τη μυρωδιά του νοτισμένου καφέ που πλανιέται από το εργοστάσιο στο ανατολικό άκρο», σε ένα σπίτι «χωρίς ζεστό νερό, λειτουργικό μόνο σε ένα δωμάτιο», σε συνθήκες οικογενειακού συνωστισμού και σχετικής φτώχειας («αν και δεν το σκεφτόμουν ποτέ»). Το βράδυ που είδε στην τηλεόραση τον Ελβις, «έναν Διόνυσο από τα τζουκμπόξ του σαββατόβραδου», δεν θα το ξεχνούσε ποτέ. Τον αντίκτυπο των Μπιτλς, επίσης. Σύντομα έστησε τις δικές του μπάντες και με τους Castiles, Child ή Still Mill, έδωσε την πρώτη του συναυλία («στοιχειώδης, ντόπια, αλλά αποτελεσματική μαγεία»), έμαθε πώς πέφτουν οι μπούφλες («γυναίκα, συν άντρας, συν δεύτερος άντρας, συν αλκοόλ ίσον καβγάς») ή ισορρόπησε μεταξύ τηλεοπτικής αναμετάδοσης εθνικών και επιδίωξης προσωπικών επιτευγμάτων («χέσε την προσελήνωση, ας ροκάρουμε»).

«Είχα αυστηρά όρια»

Η σχεδόν μυθική πια φράση «είδα το μέλλον του ροκ εν ρολ και το όνομά του είναι Μπρους Σπρίνγκστιν», γραμμένη για μια συναυλία του 1974, από τον τότε μουσικοκριτικό και μετέπειτα μάνατζερ του ανδρός Τζον Λαντάου, αντιμετωπίζεται εδώ τόσο με μετριοπάθεια, όσο και με ειλικρινή αυτοπεποίθηση: «Αν κάποιος έπρεπε να είναι το μέλλον, γιατί να μην είμαι εγώ;» αναρωτιέται ο Σπρίνγκστιν στο τέλος του πρώτου μέρους, πριν από εκείνο που καταγράφει την άνοδό του σε ένα επίπεδο φήμης όχι ακριβώς ανομολόγητο και που περιλαμβάνει ενδιαφέρουσες μαρτυρίες ή σκέψεις για τη ζωή σε ένα συγκρότημα σπουδαίο αλλά εκτελεστικό όπως η E Street Band. Ειδικά η σχέση με τον μακαρίτη Κλάρενς Κλέμονς απασχολεί αρκετά τον συγγραφέα: «Είχε το πρόσωπο ενός εξωτικού αυτοκράτορα, ενός νησιωτικού βασιλιά, ενός πυγμάχου βαρέων βαρών, ενός σαμάνου, ενός υπόδικου συμμοριάκια, ενός μπλούζμαν των 50s, ενός επιζώντα της σκληρής σόουλ» γράφει κάπου. Κάπου αλλού παραδέχεται ότι «όσο κοντά κι αν ερχόμασταν, εγώ ήμουν ο λευκός». Στον αποχαιρετισμό του μιλάει για «έναν από τους αυθεντικότερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει, χωρίς μεταμοντέρνες μπούρδες». Ολα αυτά όμως, καθώς και σκέψεις για άλλες, ενίοτε τεταμένες σχέσεις με μουσικούς του συγκροτήματος, περικλείονται από μια διάθεση επεξηγηματική: «Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, η δημοκρατία στις ροκ μπάντες είναι ωρολογιακή βόμβα» παραδέχεται σε ένα σημείο. «Ημουν εύκολος τύπος», επισημαίνει σε ένα άλλο, «αλλά είχα αυστηρά όρια, υπαγορευμένα από τα δημιουργικά μου ένστικτα και τις ψυχικές μου δυνάμεις και αδυναμίες».

Αδυναμίες λοιπόν. Με τη μεγαλύτερη από αυτές να συνιστά την κρισιμότερη ίσως προσθήκη των απομνημονευμάτων του σε έναν μύθο που έχει γραφτεί ή και τραγουδηθεί επαρκώς. Πρόκειται για τη χρόνια μάχη του με την κατάθλιψη, που εξαπλώνεται «σαν μια πετρελαιοκηλίδα μέσα στον όμορφο, γαλαζοπράσινο κόλπο της προσεκτικά σχεδιασμένης και ελεγχόμενης ύπαρξής μου» και που όπως αρκετοί δαίμονες, κατάγεται από την παιδική ηλικία. Εν προκειμένω, παρότι η μητέρα προσπαθούσε να αντισταθμίσει την κατάσταση με πολλή τρυφερότητα, σημαντικότερο ρόλο έπαιξε ο πατέρας: «Η επιθυμία του να συναναστραφεί μαζί μου εκφραζόταν πάντα μετά το νυχτερινό τελετουργικό της “ιερής εξάδας”. Η μία μπίρα μετά την άλλη, στο πηχτό σκοτάδι της κουζίνας μας. Μόνο τότε ήθελε να με δει κι ήταν πάντοτε το ίδιο. Μερικές στιγμές προσποιητού ενδιαφέροντος για την ευημερία μου κι ερχόταν η ουσία: η έχθρα κι ο ωμός θυμός για τον γιο του, τον μοναδικό άλλο άντρα του σπιτιού» εξομολογείται ο Σπρίνγκστιν για πρώτη φορά. Κι ας έζησε με το σκοτάδι πολύ καιρό. Μέχρι που ένα ασαφές «συμβάν» έφερε τα πράγματα στο απροχώρητο. «Χρειάζεσαι βοήθεια από επαγγελματία» του είπε τότε, πριν από τριάντα χρόνια, ο Τζον Λαντάου. Κάπως έτσι το Αφεντικό ξεκίνησε συνεδρίες με τον δόκτορα Μάιερς, στον οποίο, λέει, οφείλει πολλά. Και η συνέχεια ήταν πότε κανονική, πότε αβάσταχτη. «Η μαυρίλα δεν πηδάει απλώς πάνω σου», μαρτυρά σε ένα ίσως άβολο για προσωπολάτρες σημείο, προτού μιλήσει για έναν καθηλωτικό ενάμιση χρόνο, «έρχεται έρποντας».

Και φυσικά, επηρεάζει και τις σχέσεις. Η πρώτη του γυναίκα, η ηθοποιός Τζούλιαν Φίλιπς, το ξέρει καλά. «Υποθέτω ότι έπρεπε να την ενημερώσω πως ήμουν “ελαττωματικό προϊόν”» γράφει αρκετά αφοπλιστικά ο πρώην σύζυγός της και συνεχίζει με την προσπάθειά του να αγαπήσει, να καταπολεμήσει τις κρίσεις πανικού που ακολούθησαν τον γάμο τους, να απομακρύνει τις ψευδαισθήσεις που τον έκαναν να της αποδίδει σκοπιμότητες και που τελικά διάβρωσαν ανεπανόρθωτα τον γάμο. Ψυχαναλυτικά μιλώντας, η ρίζα βρισκόταν πάλι στον πατέρα: όχι απλώς δεν καμάρωνε για τη γυναίκα του, αλλά σχεδόν την έκρυβε (ταλαιπωρημένος πάντως κι εκείνος από μια μορφή παράνοιας) φυτεύοντας στον γιο του την πεποίθηση ότι η έκφραση αγάπης είναι ένδειξη, βεβαίως, αδυναμίας. Η δεύτερη γυναίκα του Σπρίνγκστιν, η μουσικός και μέλος της E Street Band Πάτι Σιάλφα, ήταν εμφανώς πιο «τυχερή», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχε κι εκείνη δυσκολίες, έστω διαφορετικής φύσεως: «Η μπάντα κουβαλούσε τον δικό της, σιωπηρό μισογυνισμό (συμπεριλαμβανομένου του δικού μου), χαρακτηριστικό αρκετά συνηθισμένο στα ροκ γκρουπ της γενιάς μου» εξηγεί ο Σπρίνγκστιν σε άλλη μια τίμια περιγραφή. Ευτυχώς, τα πράγματα εξελίχθηκαν αρκετά καλά. Με την Πάτι είναι ακόμα μαζί, έχουν πλέον τρία παιδιά. Η σχέση με τον πατέρα του έκλεισε με έναν διάλογο που θα ενδιέφερε κάθε ψυχαναλυτή: «Μπρους, ήσουν πολύ καλός μαζί μας, ενώ εγώ όχι» είχε πει ο ένας λίγο πριν από το τέλος. «Εκανες το καλύτερο που μπορούσες» είχε απαντήσει ο άλλος.

Βιετνάμ και Ομπάμα

Εκείνος ο δρ Μάιερς, ο ψυχαναλυτής, έφτασε σύμφωνα με τον Σπρίνγκστιν να ευθύνεται σχεδόν για την ίδια την ύπαρξη αυτού του βιβλίου. Η συγγραφή του πάντως αποφασίστηκε λίγο μετά τη συναυλία της μπάντας στο Superbowl του 2009, μια εμπειρία τόσο έντονη, που ο άνθρωπός μας άρχισε να την καταγράφει. Τελικά έφτασε τις 510 σελίδες, χωρισμένες σε τρία μέρη (ένα για την ανατροφή του και την περίοδο της μουσικής μαθητείας, ένα για το απόγειο της καριέρας του και ένα για τη ζωή του ως ώριμος σταρ) και γραμμένες με ένα στυλ τόσο καθημερινό, γεμάτο… αδικαιολόγητα αποσιωπητικά, θαυμαστικά (!) και ΚΕΦΑΛΑΙΑ, αλλά και με τμήματα εύληπτα σαν ποπ τραγούδια, με ζωηρές κορυφώσεις και έξυπνα φινάλε. Αν κάτι λείπει σε σχέση με τις παραδοσιακές ροκ αυτοβιογραφίες, αυτό είναι το πλήθος συχνά αχρείαστων περιστατικών που φιλοδοξούν να γίνουν αναπόσπαστο μέρος της παγκόσμιας ροκ μυθολογίας –οι αφηγήσεις από τις ηχογραφήσεις ή τις περιοδείες αριστουργημάτων σαν τα «River» ή «Nebraska» δεν έχουν εξαλλοσύνες. Σύμφωνοι, ο Σπρίνγκστιν δεν είναι Σλας ή Κιθ Ρίτσαρντς, ούτε όμως και τα προσφιλή του πολιτικά ζητήματα αναπτύσσονται εκτεταμένα –οι αναφορές στους βετεράνους του Βιετνάμ, στο τίμιο τακίμιασμα με τον Μπαράκ Ομπάμα, στο σοκ της 11ης Σεπτεμβρίου ή σε προσωπικότητες της πολιτικής όπως ο Ρόναλντ Ρίγκαν που ακούγοντας το «Born in the USA» είχαν καταλάβει άλλα αντ’ άλλων είναι υπαρκτές αλλά προσεκτικές.

Εστω κι έτσι ή ίσως ακριβώς για αυτό, ο Σπρίνγκστιν γράφει σεμνά αλλά ανυπόκριτα. Σαν εκείνος κι ο αναγνώστης να είναι οι δύο τελευταίοι θαμώνες του μπαρ στο οποίο μόλις γνωρίστηκαν και αποφάσισαν να μιλήσουν ανοιχτά. Είναι μια αρετή που είχε εντοπίσει χρόνια πριν ο Γκρέιλ Μάρκους, όταν έκανε κριτική του «Born to run» στο «Rolling Stone»: «Το δράμα έχει σημασία, οι ιστορίες του Σπρίνγκστιν δεν λένε κάτι καινούργιο, κανείς όμως δεν τις έχει αφηγηθεί καλύτερα ή δεν τους έχει δώσει μεγαλύτερη αξία». Το υπονοούσε ο ίδιος ο αυτοβιογραφούμενος, όταν κάποτε έλεγε ότι πέρασε όλη την καλλιτεχνική ζωή του «μετρώντας την απόσταση ανάμεσα στο αμερικανικό όνειρο και την αμερικανική πραγματικότητα». Και ακόμα περισσότερο, το κάνει σε εκείνο το απόσπασμα προς το τέλος του βιβλίου, όπου μοιάζει για πολλοστή φορά να κάνει λιανά την ανάγκη του «να τα πει»: «Αγωνίστηκα όλη μου τη ζωή, μελέτησα, έπαιξα, δούλεψα, γιατί ήθελα να ακούσω και να μάθω ολόκληρη την ιστορία, τη δική μου, τη δική μας και να καταλάβω όσο περισσότερα μπορούσα. Ωστε να ελευθερώσω τον εαυτό μου από τις πιο καταστροφικές επιρροές του, τις κακόβουλες δυνάμεις, να γιορτάσω και να τιμήσω την αξία και την ομορφιά του και να μπορέσω να τα πω σωστά στους φίλους μου, στην οικογένειά μου και σε εσάς».