Οι Αθηναίοι της γενιάς μου σίγουρα τη θυμούνται. Είκοσι πέντε χρόνια πριν, υπήρξε για εμάς κάτι περισσότερο από είδωλο. Αντικατοπτρισμός. Δεν ξέραμε το επίθετό της. Και για το όνομά της ακόμα δεν ήμασταν εντελώς σίγουροι. Ως Αμαρίνα συστηνόταν –δηλαδή; Αννα Μαρίνα; Αμάντα Κατερίνα; Οι περισσότεροι την αποκαλούσαν Λαμαρίνα και πολύ θα ‘θελαν να τη δαγκώσουν. Για αυτό και έσπευδαν στις απαγγελίες της.

Η Αμαρίνα ήταν, παρουσιαζόταν ακριβέστερα, σαν ποιήτρια. Μία φορά τον μήνα διαδίδονταν από στόμα σε στόμα –τότε ακόμα δεν είχε κινητά και Ιντερνετ –τα νέα: «Μεθαύριο η Αμαρίνα θα διαβάσει τα καινούργια της». «Πού;». «Στο καφενείο Ερμής, στην Ομόνοια, μετά τα μεσάνυχτα….». «Στη λίμνη της Βουλιαγμένης ενώ θα ανατέλλει ο ήλιος…». «Στον Αγνωστο Στρατιώτη κατά την αλλαγή της φρουράς…».

Πλήθος συνέρρεε, κορίτσια και αγόρια, ροκάδες, χεβιμεταλάδες, φλώροι, κνίτες και φρικιά αλλά και μεγαλύτεροι, μέχρι και αντιπροσωπεία Μακεδονομάχων κάποτε σε αναπηρικά αμαξίδια.

Την ορισμένη στιγμή, η Αμαρίνα ξεπρόβαλλε μέσα από τον κόσμο και στεκόταν απέναντί του. Μας φαινόταν εκτυφλωτικά όμορφη και αφοπλιστικά αθώα. Είχε κορμί γυναίκας και πρόσωπο παιδιού, με μάτια-φανάρια, πελώρια και ολοστρόγγυλα, που έδιναν στον καθένα την εντύπωση ότι κοιτάζουν αποκλειστικά εκείνον. Φορούσε τζιν και άσπρο πουκάμισο. Ή κολλητό μαύρο φουστάνι. Ή βαθυπράσινο στρατιωτικό παλτό σοβιετικής κατασκευής, από εκείνα που ξεπουλούσαν τότε οι Ρωσοπόντιοι στις λαϊκές αγορές. Με χρυσαφιές επωμίδες και με τενεκεδένια παράσημα.

Απήγγελλε άλλοτε χαδιάρικα –σαν να νανούριζε μωρό –κι άλλοτε ασθματικά, λες και περιέγραφε ντέρμπι. Οι στίχοι της ήταν, κατά κοινή ομολογία, αφόρητοι. Κατήγγελλαν εγκλήματα τα οποία ουδέποτε είχαν διαπραχθεί. Νοσταλγούσαν απολαύσεις, που δεν ελπίζαμε σε όλη μας τη ζωή να τις γευτούμε. Σε κάθε της απαγγελία, δυο-τρεις από το ακροατήριο προσβάλλονταν προσωπικά κι επιχειρούσαν έξαλλοι να της χυμήξουν. Τους συγκρατούσαν οι διπλανοί τους.

Στη μέση ενός ποιήματος, μια μηχανή φρέναρε ξαφνικά πλάι στην Αμαρίνα, σάλταρε εκείνη πίσω από τον αναβάτη και γινόταν καπνός. Μας άφηνε σύξυλους. Αδημονούσαμε για την επόμενη φορά. Ωσπου κάποτε, την άνοιξη του 1993, δεν υπήρξε επόμενη φορά.

Διασταυρωθήκαμε προχθές στην οδό Σόλωνος. Με αναγνώρισε –«ερχόσουν εσύ πάντα…» είπε κολακευμένη. «Τι έγινες τόσα χρόνια;» τη ρώτησα. «Ταξίδευα. Είχα παντρευτεί στην Ελβετία. Ημουν στη φυλακή» μου έδωσε τρεις εναλλακτικές. «Θα μου κάνεις το τραπέζι;».

Με οδήγησε σε ένα μικρό ξενοδοχείο –μπουτίκ οτέλ τα αποκαλούν –στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Στο εστιατόριό του, στο ισόγειο, ήταν όλα κάτασπρα. Η Αμαρίνα συνέχισε να μου ξεφουρνίζει εξωφρενικές πληροφορίες: «Γέννησα δίδυμα. Πέθαναν στη θερμοκοιτίδα. Σπουδάζουν κομμωτές στο Σαν Φρανσίσκο. Κληρονόμησα τη χασαποταβέρνα του πατέρα μου στη Μέσα Μάνη και πείραξα τις γεύσεις. Τυφλώθηκα από δακρυγόνο σε διαδήλωση. Γράφω τους λόγους του πρωθυπουργού. Χρειάζομαι λεφτά για μπότοξ. Δεν μου αρέσει πια ο έρωτας. Τα πάντα ξεκινούν και καταλήγουν στο κρεβάτι. Αμα η γυναίκα είναι χορτάτη, μην τη φοβάσαι. Σβήνω! Παθαίνω έμφραγμα!».

Εγνεψα ταραγμένος στον σερβιτόρο. Ωσπου να έρθει ο λογαριασμός, η Αμαρίνα είχε ολότελα συνέλθει, μακιγιαριζόταν σιγοσφυρίζοντας ένα σουξέ της Αννας Βίσση ή του Στέφανου μήπως Κορκολή; Οταν αντίκρισα το τριψήφιο ποσό, ήρθε η σειρά μου να ζαλιστώ. «Κι αν φάγαμε –όπως ισχυρίζεστε –τον αγλέορα, γιατί πεινάμε ακόμα;» ρώτησα τον μετρ. «Στην τιμή περιλαμβάνεται το δωμάτιο» μου έκλεισε το μάτι η Αμαρίνα. «Ορίστε το κλειδί!».

Του κάκου εξηγούσα ότι τα χρόνια είχαν περάσει. Πως ήμουν πια ένας άλλος άνθρωπος. «Τι άλλος άνθρωπος;» ρουθούνισε περιφρονητικά. «Τώρα σού έφεξε, μικρούλη! Θα κωλώσεις;». Εξέλαβε τη σιωπή μου ως δειλία και με εγκατέλειψε στα κρύα του λουτρού. Αφησε πίσω της –τυχαία; –κάτι τσαλακωμένες σελίδες με ορνιθοσκαλίσματα. Τα πήγα στη ρεσεψιόν. «Ανεβάστε τα εσείς, στο 401. Βγαίνοντας απ’ το ασανσέρ, πρώτη πόρτα αριστερά…».

Μέσα απ’ την κάμαρή της ακουγόταν ο Εθνικός μας Υμνος σε διασκευή ραπ. «Ε αυτό είναι άνω ποταμών!» αναφώνησα, έξαλλος χωρίς προφανή λόγο. Ανοιξα την πόρτα και γκρεμίστηκα στο απόλυτο κενό.